top of page
Search

Dura Mater (απόσπασμα από το θεατρικό έργο "Tanzplage" του Ιωάννη Μουχασίρη)

Updated: Jul 23, 2020

Starry Night - Edvard Munch (1893)



…Tης νύχτας το σκοτάδι ξυπνά απ’ τoυ καθενός τ’ άφεγγα βάθη άπαντα τ’ ανοσιουργήματα που την ημέρα μουλώνουν κουλουριασμένα: σκολόπεντρες, που μέσα στα νεύρα ξεδιπλώνονται για να τα γαργαλήσουν με υποχθόνιες υποψίες και υπερπόντιες υποσχέσεις˙ σκαθάρια, που με τανάλιες στα σαγόνια στρίβουν τ’ άντερα και σπρώχνουν τις ακαθαρσίες τους σε σβόλους πάνω στης λεκάνης τις κοιλότητες και στων πλευρών τις λάμες˙ σκώροι, που απλώνουν μαύρα τα βελούδινα φτερά τους και, πεταρίζοντας μέσα στο αίμα, δονούν με επιληπτικούς σπασμούς τα σωθικά και αποικοδομούν της ραχοκοκαλιάς τ’ ανάστημα. Η νύχτα δεν ζητά υποταγή…, την επιβάλλει: τα λουλούδια κλείνουν, σιγούν τα πουλιά, τα λιβάδια χάνουν το χρώμα τους, τα βουνά την περηφάνια τους κι ο άνθρωπος το περίγραμμά του.


Διότι, αν ξεχωρίζουμε απ’ όλα τα θαυμαστά και μη που μας περιβάλλουν μονάχα ως –τι ειρωνεία– παράσιτα της λάμψης, τότε την ανεξαρτησία την κερδίζουμε πραγματικά όταν στο σούρουπο σηκώνουμε ψηλά τα χέρια κι αρχίζουμε σιγά-σιγά να λιώνουμε στο χώμα. Και αν η ροδοκόκκινη γιρλάντα του λυκαυγούς, όταν πίσω απ’ τα όρη ανεμίζει, στον κάθε νου απεικονίζει την απαρχή της δημιουργίας…, άραγε τι να σηματοδοτεί όταν και πάλι προβάλλει ως λυκόφως; Στα σίγουρα, αυτό δεν θα μπορούσε να είν’ το τέλος το οριστικό, μιας και την εσχατιά της πλάσης κανείς ποτέ δεν έχει περπατήσει ώστε να ’χει επιστρέψει από ’κει σώος και αβλαβής για να το μαρτυρήσει. Αν είν’ η ανάσα της αρχής πειστήριο ικανό, ποιο είναι τάχατες εκείνο το τεκμήριο που το τέλος βεβαιώνει δίχως να το αναιρεί άμα τη εμφανίσει; Και αν η χαραυγή είν’ η γέννα, τότε γιατί το σκοτάδι που προηγείται αυτής να μην είν’ η κύηση και, συνεπώς, γιατί το λιόγερμα να μην εξιστορεί τη σύλληψη; Μπορεί, όπως λένε κι οι γραφές, του τέλους η αυλαία να μην πέφτει… Μπορεί η δύση να μην προϋπαντεί παρά όλα εκείνα που απλώνονται πιο πέρα κι απ’ το τέρμα, και έρπουν ή πετούν ανάλογα με όσα η ψυχή του καθενός προτάσσει… ή της δημιουργίας να είν’ το είδωλο σ’ έναν καθρέπτη που τις μορφές αντανακλά με το πετσί τους μέσα-έξω.

Σαν πέφτει της νύχτας το φουρό, κάτω απ’ τις αδιαπέραστες πτυχές του, κάθε στιγμή το σώμα διαμελίζεται σε προαιώνια απολιθώματα, κλοπιμαία απ’ τον καθεδρικό του φεγγαριού, και ανασυναρμολογείται ως σάρκα προτού η στιγμή περάσει. Το στόμα χάσκει ανοικτό και, με τη γλώσσα ερωτηματικό στραμμένο προς το στερέωμα –μήπως και έτσι απαντηθεί η δίψα γι’ ακατανόμαστες εκκρίσεις– ξερνά τις σκέψεις σε γραμμές, λέξεις που σκάν’ στο χώμα με τα γράμματα ανάκατα και μπουσουλώντας παλινδρομούν στα τυφλά προς τη λαμπρή, την προ βαπτίσεως εποχή. Τ’ αστέρια πέφτουν… στη γη αστερίσκοι που αναιρούν συμβόλαια και χειραψίες λεκιάζουν. Άσκοπα περιστρέφονται οι ανεμοδούρες, τσιρίζοντας σ’ έναν σκοπό που τις μνήμες ανακατεύει στο απομονωτήριο του μυαλού, σαν έπιπλα σ’ ένα δωμάτιο που η κλεισούρα διοικεί. Ό αγέρας δεν φτάνει μ’ άδεια χέρια, μα χάδια κομίζει σε κείνους που τα ’χουν στερηθεί και θαρρούν πως τα αξίζουν, ραπίσματα σε όσους στα κρυφά κρίματα κουβαλούν, κι αποτυπώματα για τ’ ανθρώπινα υποζύγια με τις γδαρμένες φούχτες. Το κάθε δέντρο είν’ «το δέντρο»˙ ο κάθε δρόμος, «η οδός»˙ και κάθε ποτάμι, «ο ποταμός». Οι αποστάσεις αποκηρύσσουν την αξιοπιστία τους˙ με ένα μόνο βήμα βρίσκεσαι σ’ άλλον τόπο ή το ανάποδο: με μια δρασκελιά φτάνεις στο ίδιο το σημείο απ’ όπου ξεκίνησες. Φιγούρες, που μοναχές ξαπλώνουν μίλια μακριά, στριμώχνονται ως δια μαγείας αγκαλιά…, ενώ, άλλες που στέκουν πλάι-πλάι, εκσφενδονίζονται σ’ αντικρινές γωνιές της γης. Αντίθετα, που στην αρένα του φωτός μονομαχούν, σμίγουν αδιαμαρτύρητα, λες κι ο προορισμός τους ήταν ανέκαθεν να γίνουν ένα: ο φόβος με το θάλπος, ο κάματος με τον ανασασμό, κι η σιγουριά των οφθαλμών με την απάτη. Η ομορφιά εξαφανίζεται, σβήνει και η ασχήμια. Το νόημα χάνει το νόημά του κι η λύτρωση ξεχνά τι λύτρωση σημαίνει. Η νύχτα δεν καλοπιάνεται με τα εγκώμια που κολακεύουν την δίδυμη αδελφή της. Και αν η μέρα παρελαύνει αράδα-αράδα, εκείνη καρκινοβατεί από μουγκή σε μουγκή κραυγή κι από γλωσσόφιλο σ’ άναρθρη προσευχή. Δονείται από στιγμές που συνυπάρχουν –του σήμερα, του αύριο και του χθες–, τόσης διαύγειας η κάθε μια ξέχωρη που σχεδόν αγγίζει την ανυπαρξία, μα όλες μαζί μαντρωμένες στη μελανή αδιαφάνεια του βλεφάρου. Την απουσία υπόσχεται σε όποιον την ποθεί και, σε όποιον την απεύχεται, την παρουσία των πάντων παραδίδει. Η νύχτα είναι αρρώστια που γαληνεύει, αλαφραίνει την ψυχή από το χρέος της το αγλαό προς τον αφέντη ουρανό…, είναι η βαρυστομαχιά που δικαιώνει εκείνα τα μπουκώματα με ήλιο που έμειναν αχώνευτα. Γιατρεύει τις πληγές των ταπεινών με όνειρα, και μ’ εφιάλτες ταπεινώνει τους μεγάλους άνδρες, ή τρισχειρότερα, με το αυτομαστίγωμα της αϋπνίας..., διότι μαρτύριο χειρότερο δεν υπάρχει από την στέρηση της λήθης που, αν και σε δόσεις ανεπαίσθητες, μόνον ο ύπνος δύναται να προσφέρει. Πώς ν’ αντέξει κανείς, πώς να κρατήσει σώας τας φρένας του, εάν το λάλημα του πετεινού δεν τον ξαφνιάζει; Πώς, απ’ την βδομάδα του ανθρώπου, να περάσει στου Θεού την Κυριακή;


66 views0 comments
© Copyright
bottom of page