top of page
Search

Undinelied • Ιωάννης Μουχασίρης



Πες με όπως θες στο έλεος του αφρού για δες πώς κολυμπώ για μας μη με κοιτάς με μάτια ανθρώπου του θεού άνθρωπε δε με σταματάς και χειροπόδαρα να με αλυσοδέσεις σε όσα επίθετα ξεχνάς όσα και να προσθέσεις εγώ θα συνεχίσω να χορεύω βλέφαρα να ξοδεύω πέταλα μαζί με φλέβες μ’ άντερα η σιωπή τρέμει σ’ αγκάθια και δαντέλες σιγοβράζει ανάμεσα στα πόδια κάθε Ναζωραίος όταν πάνω στο ξύλο σπαρταρά γιατί δεν είναι ο Σωτήρας ένας μα άλλος μέσα στο ναό άλλος αυτός που κρέμεται απ’ το λαιμό απλώνει άλλος την αρίδα του επάνω στου ιππότη την ασπίδα άλλος σε σταυροδρόμι απλώνεται σκοινί σε διελκυστίνδα διαφορετικός το στήθος χαρακώνει του πιστού όταν σκυφτός σταυροκοπιέται όρθιος αναρωτιέται αν κάτι ενώνει όλους αυτούς σε μια και μόνο άσπιλη μορφή δεν είναι παρά τούτο το κορμί εδώ με την θυσία του όταν στο χωνευτήρι της κάθε εισπνοής ακκίζεται με τον αέρα στροβιλίζεται αγκαλιά η απουσία αρέσει δε σ’ αρέσει αυτό που βλέπεις και πού να δεις πώς τρεμολάμπει κάτω από των κεριών το φως όταν τις νύχτες φονικό λιμπίζομαι γυμνή ζαλίζομαι κι αλείφομαι με ιδρώτα περιμένοντας κουνούπι να σιμώσει η ώρα ήρθε κι έφυγε κοίτα εδώ και γλείψε μη κοιτάς με μάτια δούλου του αφέντη δούλε όπως και χθες και κάθε βράδυ γλείψε μου το πόδι δάγκωσε αλλουνού ποιου άλλου θα μπορούσε να ’τανε άκρο του χαμού στον Ύψιστο ψηλά φτάνει και παραφτάνει και πιο πέρα ακόμα το κελαηδητό για τον αιώνιο επουράνιο οργασμό ποιος άλλος απ’ τον όξω από ’δώ παντού θ’ αμπάρωνε μια λέξη σε μία λέξη το τραγούδι των πουλιών και τα κλειδιά θα έδινε σε μας τους χθαμαλούς κελαηδιστά που ακόμα κι έστω κάτω απ’ τον εύδιο ουρανό κρώζουμε υπό σκιάν και ψευτοπεταρίζουμε αληθώς Θου Κύριε φυλακήν το στόματι μου και θύραν περιοχή περί τα χείλη μου οξαποδώ οι λεξούλες να ’τες που χοροπηδούν κι αυτές συλλαβιστές ανάποδες και τρυφερές αναπηδούν πάνω στη γλώσσα μέσα από ταύρους που τα κέρατα ακονίζουν κι έξω απ’ τα δόντια να ’τες ξεσκισμένες χέρι-χέρι αμφίδρομα πιασμένες με φλουριά να κουδουνίζουν σε τσαμπιά χρυσά στις τσέπες τους μα κάλπικα να παραπέφτουν ψηλαφίζοντας στις λάσπες για τον θησαυρό που μόνο ως χαμένος παίρνει σχήμα στο μυαλό μια νύχτα αγρυπνίας που ξέθαψα τα πέτσινα δεσμά και αναγκάστηκα στο λάθος να προσαρμοστώ και τράβηξα το λάθος κατά λάθος ως όφειλα μέχρι το στόμα του να φτάσει στην ουρά κι έτσι να εξαφανιστεί μα πριν το νέο μαθευτεί να μάθω να χορεύω για να εξαφανιστώ κι εγώ και έτσι να υπάρχω δίχως να υπάρχομαι και να χορεύω ακόμα και στον τάφο να με χώσεις με το έτσι θέλω στα λαγούμια του καθεδρικού σου νου γλυκέ μου ρασοφόρε μη με κοιτάς με μάτια υπηρέτη του γυμνού φονιά στ’ αλήθεια σ’ αγαπώ με όλη μου την καρδιά μια αλήθεια φαφούτα φθισική γριά μ’ ανέγγιχτα μαραγκιασμένα λουλούδια στα μαλλιά χήρα τυφλή που με τον κόσμο άκοσμα συνομιλεί έτσι όπως τον θυμάται προτού το φως της χάσει από το τόσο φως τι άλλο θα μπορούσα να το κάνω απ’ το να νοσώ όταν σκεβρή μετριέμαι μ’ άκαμπτες ευθείες σε ξυλοδοκούς που έχουν τρις απαρνηθεί κορμό κλαδιά και φύλλα και αφ’ υψηλού από άμεμπτες προσόψεις μοστράρουνε τις ανεμόδαρτες γωνίες του προσώπου μου όταν όπου και να βαδίζω ένα πεδίο μάχης διασχίζω ίσια μπροστά μα πέρα-δώθε με κάθε βήμα μου πατώ και σ’ έναν άλλο ήρωα επάνω αλλά στα νώτα μου αφήνω έναν προδότη μη με κοιτάς μα μάτια αγγέλου εκκλησιάς άγγελε μη ζητάς όταν χειρονομίες αμνησιακών προφητανάκτων με σπρώχνουνε στους δρόμους έρμη κι έρμη με νόμους διαγκωνίζομαι με άστεγους προπάτορες σουλατσαδόρους που εν αναμονή της αιωνιότητας προβάρουνε μανδύες και μπεκροπίνουν τ’ απόνερα μαρμάρινων ανθοδοχείων όταν αυτό που οι άλλοι ονομάζουνε περίπατο είναι για μένα ένα μεταναστευτικό ταξίδι από κατώφλι σε κατώφλι όταν για κάθε πόρτα που χτυπώ γκρεμίζεται κι από ένα σπίτι όταν δίπλα στα ηλιοτρόπια στέκω σαν στήλη άλατος έτσι να κουκουλώσω το πυρ το εσώτερο ενώ πλάι στ’ αγάλματα το σώμα κογιονάρω επιληπτικό και στρέφω το κεφάλι μακριά απ’ τις φλόγες που κλέβουν της πέτρας την ανατριχίλα μη με κοιτάς με μάτια τοίχου φυλακής τοίχε μη μ’ αγαπάς όταν οι χειρομάντισσες διαβάζουν στη μία μου παλάμη την γενεαλογία των κρημνών ενώ στην άλλη τον επικήδειο των κορυφογραμμών κι οι χαρτορίχτρες με διώχνουν κλοτσηδόν απ’ τη σκηνή τους λέγοντας πως το μονοπάτι μου χαράζει τόσο ανέσπερο που αν αρθρωθεί θα χορταριάσει όταν και όταν αντί όταν τ’ άγραφα να προσυπογράφω με μια μακριά σειρά από όταν κι αν αντί μορφή ν’ αλλάζω ανάλογα με των ματιών μου τη θωριά εγώ παραμορφώνομαι διαρκώς και τελικά και κατά τας γραφάς στις προσταγές έτερων οφθαλμών μια το κεφάλι διογκώνεται πελώριο σαν τρούλος που με κατάρρευση απειλεί και μια μαζεύει πιο κούτσικο κι από κουκούτσι μια το ένα χέρι τουμπανιάζει και μια τ’ άλλο αποστεώνεται και σαν τσουγκράνα σέρνεται στο χώμα μια το πόδι το δεξί και μια τ’ αριστερό μια μπακανιάζω και μια τ’ ακρώμια και τα λαγόνια μου προβάλλουν σουραύλια κοφτερά μια τα οπίσθιά μου πρήζονται τόσο που δεν καλύπτονται ούτε από χίλιες χούφτες ανοικτές και μια τα χείλη μου λες κι έχουν φιληθεί από χείλη χίλια-δυο τα στήθη μου φουσκώνουν αρκετά για να ταΐσουν μύρια στόματα προσώπου αποκόμματα θα ’θελες να ’σουνα κι εσύ ένα απ’ αυτά που λες γάλα δεν έχω φυλαχτό δεν είμαι εγώ εκείνη που μιλά μη με κοιτάς με μάτια ελπίδας του συρμού ελπίδα μη ρωτάς ποια άλλη θα μπορούσα να μην είμαι από εκείνην που λέξεις μασουλά δίχως αποστολέα και καταπίνει όρκους δίχως παραλήπτη πέρα απ’ τον μπαμπά ακούω τ’ όνομά μου μα δεν το λες σωστά ή κάτι λες σωστά που μόνο όνομα δεν είναι για να μαζέψει όλα τα σκόρπια μου κομμάτια πρώτα θα έπρεπε να σκορπιστεί ο ίδιος μα ο πατέρας δεν φυλλοροεί δεν είναι άνθος πικραλίδας ο μπαμπάς ξέρει καλά να τεμαχίζει όχι να τεμαχίζεται ό,τι φεγγοβολά βυθίζεται μη με κοιτάς με μάτια αστρού υφαντού άστρο στ’ αλήθεια έχεις δει ποτέ πραγματικά να ξεπετσώνεται στα τέσσερα πριν στο στομάχι φτάσει πεντανόστιμο το ζωντανό γδύνεται πιο εύκολα ζεστό προτού καν γίνει ψοφίμι αρκεί μόνο μια χαρακιά απ’ το ’να πόδι ως το άλλο κι η σάρκα ξεγλιστρά σαν μεσοφούστανο κι αυτό που αποκαλύπτεται πολύχυμο και ροδαλό σκούζοντας να χορεύει με σπασμούς φαντάζει νεογέννητο φαντάζομαι άπειρες φορές από τη γη ως τον ουρανό και μια απ’ το μουνί ως τον πρωκτό του ’χα ζητήσει το μαχαίρι να κρατώ εγώ μα ο πατέρας πάντα έλεγε πως είναι το μαχαίρι που επιλέγει χέρι και όχι το ανάποδο γι αυτό ανάποδο κορίτσι εγώ έμαθα μοναχή να γδύνομαι μόνη να διαμελίζω το κορμί δίχως λεπίδα και για λεπίδα τ’ απαλά μου νύχια έβαφε κόκκινα η μαμά για να σκληραίνουνε για το καλό μου σαν παπαρούνες εφιάλτη παπαρούνα μην κοιτάς με μάτια ήλιου ζωγραφιάς ήλιε τη μάνα μου και το καλό στο στόμα μην τα βάζεις όπου να ’ναι χωράνε στο δικό μου μια χαρά ετούτο το προνόμιο το κέρδισα ως παιδί εγώ όταν τα δόντια που ένα-ένα βλάσταιναν στα ούλα ήταν τα ίδια που εκείνη έφτυνε δυο-δυο σαν με νανούριζε ζητούσα μέλι να μου φέρει τον πόνο να κοροϊδέψω που δεν γλύκαινε με γάλα και νερό μα εκείνη με ταχτάριζε και απαντούσε μητέρα τι συμβαίνει εδώ χωρίς το ερωτηματικό με έμαθε τον ύπνο να ρουφάω με λίκνισμα και βογγητό καθώς πλάι στη καλαθούνα μου πάνω στο νυφικό κρεβάτι την καβαλίκευε χασάπης κι εγώ ρωτούσα αν αυτό που μύριζα ήταν απειλή με ψεύτικη φωνή μου απαντούσε μητέρα τι συμβαίνει εδώ χωρίς θαυμαστικό τον ξύπνιο με το ζόρι μου ’δειξε πώς να βυζαίνω βυζαίνοντας με κάθισε σε μία κούνια παραπάτησε απρόθυμη στην αγκαλιά μου μια κούκλα καμωμένη μ’ άχυρα τρίχες και λουρίδες απ’ τα φθαρμένα της βρακιά και μ’ όλη της τη δύναμη μου έδωσε μια σπρωξιά και από τότε πάνω-κάτω ταλαντεύομαι και πίσω-μπρος αναγκασμένη με το ένα χέρι να σφιχταγκαλιάζω ένα λεχούδι και γαντζωμένη με τ’ άλλο στο σχοινί το γάντζωμα να ορίζω πασχίζω να μην γκρεμιστώ ρωτώ γιατί άραγε ν’ αναψοκοκκινίζω αν είναι το αίμα αυτό που χρώμα δίνει στις θηλές κι εκείνη μου απαντά μητέρα τι συμβαίνει εδώ χωρίς κανένα δισταγμό μη με κοιτάς με μάτια αναβάτη αλόγου αποστάτη μη με κολακεύεις μη με εύσημα μη με παινεύεις που δεν ανήκουνε στην αφεντιά μου αφέντη ούτε φταις κι εσύ για αυτό που τρέχει μεταξύ μας τέλος δεν έχει ούτε αρχή έτρεχε πάντα μα ποτέ πριν από μένα και παντού θα τρέχει μα μετά από εσένα πουθενά όταν θεριεύει ποταμός μας πνίγει μια και μια μας ξεδιψά σέρνει κτερίσματα στην κοίτη απ’ όλες της γωνιές της γης ψάχνοντας πτώμα αντάξιο του θρήνου πεφταστέρι υπέρλαμπρο καλά κρυμμένο ανάξιο στη φλυαρία της μέρας το θαύμα απογυμνωμένο σαν καταχνιά περίεργο χλωμό σαν πείνα το αίμα πετεινού σφαγμένου στα θεμέλια γιορτής τραγούδι στο στομάχι των φτωχών τείχος ορθό που τελειωμό δεν έχει και κανένας μα κανείς δεν θέλει να εκπορθήσει μια φαντασμένη στοίβα από λησμονημένα αγκωνάρια στην τύχη ενωμένα σ’ ένα μνημείο αλάνθαστο στην αποτυχία όραμα όταν στην εξορία όραμα αγγίζει τραύμα περιπλανώμενο ορφανό η ανάσα ενός μπεκρή μέσα από ματοτσίνορα και καλαμιές αλέτρι που σκαλώνει εδώ κι εκεί σε προτομές την όψη στραπατσάρει και συνεχίζει ψιθύρους ξεθάβοντας για τόπους όπου ο τεμπέλης έρωτας λιάζεται άπτερος και χαμερπής σφυρίζει αυτό που μεταξύ μας ανεμίζει λάβαρο σκυθρωπό απομεινάρι από την τιτανομαχία των αιώνων παρατημένο να καταγράφει τη φθορά ένα κοτσάνι μ’ αγκάθια ψαροκόκαλα που κι απ’ τα δυο του άκρα διαδίδει φήμες για ρόδα κι ευωδιές που κάποτε ήτανε χορταστικές ή κάποτε θα γίνουν είτε το ένα είτε το άλλο μα ποτέ τα δυο μαζί εκτός από παλιά στον κήπο της Εδέμ όταν το καρδιοχτύπι δεν μετρούσε χρόνο και το δικέφαλο ελάφι ολόλευκο έβοσκε γιασεμιά έλα όμως που ποθούσε παραπάνω πιο πολύ κι απ’ όσο ορίζει ο πόθος τοπίο χαμένο μες στο χιόνι να χαθεί και έτσι σχίστηκε στα δύο κι έκτοτε το ’να το μισό εφορμά στα δύο του πόδια προς το λιοντάρι της Ανατολής με την αφράτη καλοχτενισμένη χαίτη και τ’ αλαβάστρινα σαγόνια ενώ το άλλο μισερό κι αυτό καλπάζει προς τη Δύση ολοταχώς προς τα πυρακτωμένα κέρατα που υπόσχονται πατρίδα αλίμονο εκεί που σχίστηκε στον κάποτε μπαξέ που εντωμεταξύ ερήμωσε ακόμα παραμένει μόνη η ραχοκοκαλιά μισοθαμμένη στους αμμόλοφους σαν καραβιού κουφάρι ταμένο στον κατακλυσμό για τον οποίο άπαντες μιλούν μα ουδείς πιστεύει εκτός από εμάς τους δυο που δε θα σμίξουμε ποτέ ανάμεσά μας στέκουν ψιμυθια μάχης σε παράταξη όλες οι κοπελιές που σκότωσα στη δούλεψη της ράχης τόσες όσες κι οι μέρες μου απαριθμούν με αριθμούς κλαυσίγελους αντίστροφα τα υπέρ και τα κατά μα τα κατά και τα υπέρ πληθαίνουνε με κάθε άχνα το γέλιο κολλάει στο μισοφέγγαρο πριν το μηδέν και στ’ άλλο μισό το κλάμα μην κοιτάς με μάτια σκύλου του τυφλού σκύλε εγώ δε φτιάχτηκα για ολόγιομο ξαγνάντεμα γέννημα είμαι χρέους της παραζάλης θρέμμα όταν ο κόσμος μου χτύπησε την πόρτα απ’ έξω άφησε υπόλοιπα μα τα λοιπά-και-τα-λοιπά-και-τα-λοιπά περί πολλά τυρβάζουν περί ανέμων και υδάτων συστρατεύονται περικυκλώνουν τις ρόγες μου και τα σπαρτά σαν βόμβος που τον ύπνο μου κυριεύει ακριδολόι τόσο πηκτό που σκοτεινιάζει κάθε όνειρο όμως εγώ έχω φτιαχτεί να κάνω ευχή κάθε κατάρα απ’ το έρεβος πόθους να αλιεύω μέσα στο μυαλό σκαρφίζομαι παιγνίδια αποκαΐδια απ’ ό,τι παραπεταμένο ψηλαφώ δοξάρια φτιάχνω βέλη από νεύρα και οστά και στα τυφλά σαϊτιές πετώ που βρίσκουν όλες στόχο στην τύχη που μου έτυχε το ξέρω γιατί σαν ξυπνώ και ξεπορτίζω σκοντάφτω στα νεκρά πουλιά που ένοιωθα για χρόνια στις φουσκάλες των ποδιών δίχως να τ’ αντικρίζω αλλά σαν έφτασε η ώρα η ίδια σαν τις άλλες τα απάντησα στο γέρικο ασπράδι εκείνων των ματιών που δεν είχαν ούτε ψίχουλο σοφό να εξιστορήσουν κάτω απ’ το αιώνιο φως η μάνα μού ’χε πει να φτιάξω τα μαλλάκια ίσια να περπατώ κάτω απ’ τον ήλιο να μην κάθομαι πολύ να μη μιλώ εγώ υπάκουσα με μια παράσταση που έδωσε στην ανά-κι-ανά-κι-αναπαράσταση αντί-κι-αντίλογο ύπαρξης για μια ζωή σαν προσευχή χωρίς πολλά-πολλά σήκωσα το ποτήρι μου τσούγκρισα με τη γη στον άνεμο έλυσα τις πλεξούδες μου λύγισα το κορμί μέχρι να σπάσει κάτω απ’ τον ήλιο καψαλίστηκα και μίλησα μίλησα μίλησα μ’ απροσμέτρητες φωνές και μ’ άλλες τόσες όσες κι οι πόροι του κορμιού έλεγε η κάθε μία είμαι εγώ όλα όσα λείπουν κι όλες μαζί καμιά σαν άδεια αγκαλιά στο επέκεινα μίλησα νοτερά για ορίζοντες βραχιόλια που κουδουνίζουν στους καρπούς για ασημόπληκτους πάτους πηγαδιών άστεγα φωτοστέφανα μπλεγμένα στα μαλλιά μίλησα με των ποδιών τα ακροδάχτυλα στο χώμα για την αστραπή και κέντησα σύννεφα στα σύννεφα βελόνια στα γαϊδουράγκαθα με τα βελόνια των χεριών μίλησα με τα γόνατα γι’ ανεμοστρόβιλους με τους αγκώνες κέντησα ανεμομαζώματα σε μπουκωμένες χρυσαλλίδες μίλησα και κέντησα το κενό που ’θελαν να γιορτάσουν με το στομάχι μίλησα για λούλουδα και με την έδρα για παρά φύσιν στάσεις αντί και αναστάσεις στα χνάρια των αλόγων μίλησα γι’ ακρωτηριασμένους καβαλάρηδες και χνάρια κέντησα στα κυπαρίσσια μίλησα κέντησα κι έγλειψα ξένους έγλειψα που έσταζαν απ’ τ’ απλωμένα ασπρόρουχα όμαιμων έγλειψα γνωστούς καθώς γλιστρούσαν στα αυλάκια εξαμβλωμάτων απ’ τις χρυσόμυγες τον ήλιο έγλειψα και κέντησα άστρα στις πυγολαμπίδες έγλειψα κέντησα κι άναψα φωτιές στην ξιπασμένη αγιογραφία της όψης άναψα κι έγλειψα των πάντων τη γλύκα να γευτώ και την αρμύρα μα άπαντα άλλαζαν γεύση στο λεπτό και άλλαζα κι εγώ όσο πιο αποκαμωμένη τόσο πιο απόκοσμα διακεκομμένη και μαζί όσο πιο ζαλισμένη τόσο πιο δυνατή μίλησα κέντησα και μούδιασα από μια βράση που μόνο το φιλί της θάλασσας μπορούσε να καθαγιάσει γι αυτό καθώς στη γέφυρα των αναστεναγμών ομολογούσα μπόλιασμα και προσευχόμουνα ξεριζωμό τα γόνατα κροτάλισαν με τον τριποδισμό ολάκερης στρατιάς ευνούχων εραστών και έτσι γκρέμισα ό,τι ένωνε απέναντι κι απέναντι άφησα το κορμί να πέσει στο θολό ποτάμι και το ποτάμι να το πάρει μακριά και να με φέρει ως εδώ να με κοιτάς στα φύκια τα μαργαριτάρια μην κοιτάς με μάτια πες με όπως θες μα μη μιλάς σαν με φιλάς.



Απόσπασμα από το πεζό ενδογράφημα "Η Αποκάλυψις του Ιωάννου Μ." - Πάτμος, Μάιος 2022.



29 views0 comments
© Copyright
bottom of page