top of page
Search

Η Ινάννα ακόμη χορεύει • Ιωάννης Μουχασίρης




«Τι κάνεις εσύ εδώ στον κάτω κόσμο;» είχε ψιθυρίσει αγγλιστί στ’ αφτί μου το αλλόκοτο πλάσμα. «Εμένα μη με ρωτάς… εγώ… εγώ…» Διαβάζοντας την σαστιμάρα στα μάτια μου, είχε κομπιάσει. Του λόγου μου δεν είχα πει κουβέντα˙ αναρωτιόμουν γιατί πάντα τραβούσα σα μαγνήτης τα κοφτερά, οξειδωμένα ρινίσματα των θεοτήτων που ξεφλουδίζουν κάτω απ’ τον μαύρο ήλιο της ανθρωπιάς. Κάτω απ’ το λείο δέρμα της, θα ορκιζόμουν ότι αναριγούσε μια γάτα που έψαχνε τον τρόπο να μιλήσει. Μετά από μια βαθειά ανάσα, είχε πιάσει το μπερδεμένο νήμα από εκεί που είχε σταματήσει:


«Χτυπώ την πύλη ένα για να δω το χέρι ως πού θα φτάσει πόντο αν θα περάσει με πόντο χάνομαι επτά εγώ επτά φορές σ’ επτά φασκιές στη φέξη και τη χάση από βυζασταρούδι στο χορό ανάμεσα στις Κυριακές χτυπώ την πύλη δύο για ν’ ακούσω γάργαρο τον χτύπο της καρδιάς μέσα στο στήθος άλλο να μη σπαρταρά το γάλα της μαμάς τινάζω τα μεταξωτά και τον ιδρώτα αφήνω να πάρει το ποτάμι μέχρι το ποτάμι χτυπώ την πύλη τρία για ν’ αδειάσω τη σκοτεινιά απ’ το σκοτάδι παίζω στα δάχτυλα την παρθενιά κι ας ξέρω πώς θα χάσω με χάχανα αναβαπτίζομαι και στο αίμα αναβαπτίζω κάθε χάδι που μου αρνήθηκε χτυπώ την πύλη τέσσερα και ξαναχτυπώ στον τοίχο το κεφάλι πλευρό αλλάζω και τα πούπουλα βγάζω απ’ το μαξιλάρι μα όσο και αν στριφογυρνώ στον εαυτό γυρίζω πάλι χτυπώ τη πύλη πέντε για να γκρεμιστώ και πέντε να περάσω στην επόμενη στιγμή δε φεύγει απ’ το μυαλό πως τούτη θα ’ναι η τελευταία στα μάτια σου υπόσχομαι θα ’μαι η πιο ωραία έξι χτυπώ την πύλη για να δω ο χρόνος τι θα φέρει όλα όσα ξέρω τα ξοδεύω σα να ’ταν άλλου χθες κοίτα τ’ αστέρι τι όμορφα που στο λαιμό γελάει το μαχαίρι χτυπώ την πύλη επτά να μπω στη γη που περπατώ το στόμα ανοίγω για να φτύσω τις λέξεις που θαυμάζω και σε φιλώ Γιοχάναν τα χείλη σου αγοράζω μήπως και σε γευτώ και κάποιος επιτέλους μου ανοίξει γιατί δεν έχει οχτώ παρά πεσμένο από εδώ έως το τέλος του κορμιού χτυπώ το κέντρο.».


Ο εκφωνητής καλούσε την Ινάννα. «Να με περιμένεις να σχολάσω» είχε προστάξει προτού ανέβει στην σκηνή.


§


Η Ινάννα περισσότερο σερνόταν πάνω στη σκηνή παρά χόρευε, κάνοντας βαριεστημένους κύκλους γύρω απ’ το χρυσό, καλογυαλισμένο στύλο. Όμως, αντί να αποθαρρύνει, αυτή η αυτιστική της αδιαφορία μαγνήτιζε τους θαμώνες που κοιτούσαν κεχηνότες, υπνωτισμένοι, με τις ανομολόγητες μαζοχιστικές τους καύλες γαργαλισμένες σε σημείο υπερχείλισης. Με ανάλογη απάθεια είχε αφαιρέσει και το αραχνοΰφαντο κορμάκι της, για να αποκαλύψει το μεγαλοπρεπές τατουάζ γύρω απ’ τον αφαλό της: μια επιβλητική, ακτινοβολούσα πεντάλφα. Λεπτή, με μικρό στήθος, δεν είχε να επιδείξει τις καμπύλες που συνήθως χαρακτηρίζουν τις ομότεχνές της. Δεν επεδείκνυε καν το μουνί της, αφού λικνιζόταν με τους γλουτούς πάντα σφιχτά ενωμένους. Το δε βλέμμα της πλανιόταν διχασμένο, με το ένα της μάτι νυσταγμένο να νεφελοβατεί, και με το άλλο μονίμως να με ψάχνει.

Μέχρι να σχολάσει, εξαφανιζόταν συνεχώς πίσω από μια δίφυλλη πόρτα καουμπόικου σαλούν, σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο για ατομικούς χορούς. Κάθε φορά που έβγαινε, σκάναρε το χώρο για να δει αν την περίμενα ακόμα.


Ψιλόβρεχε, όξινη βροχή, μα στάλα δε μας ένοιαζε. Κάναμε γύρους στους στοιχειωμένους δρόμους, αναμετρώντας όλα όσα μισούσαμε˙ και συμφωνούσαμε. Άλλα πολλά δε θυμάμαι˙ μόνο το θράσος στα λόγια της, την εύθραυστη, τρεμάμενη φωνή της και το χτύπο των τακουνιών της. Η πόλη έζεχνε σκουπίδια, μα εγώ είχα μύτη μόνο για το καπνιστό άρωμά της.

Ξημερώματα στην Πλάκα έξω απ’ το ξενοδοχείο της, μ’ είχε ενημερώσει ότι δεν επέτρεπαν επισκέπτες, προσθέτοντας σκανδαλιάρικα: «Αντέχεις να περιμένεις, έτσι δεν είναι;». Και είχε γείρει το κεφάλι της. Όμως, λίγο πριν τα χείλη της αγγίξουν τα δικά μου, είχε τραβηχτεί. Επί δέκα λεπτά επαναλάμβανε το ίδιο παιγνίδι, αναστενάζοντας κάθε φορά, όλο και πιο δυνατά. Προτού χιμήξει, είχε μουγγρίσει: «Δάγκωσέ με, δάγκωσε με μέχρι να ματώσω!»


§


«Η κυρία αδυνατεί να κατέβει… ασθενεί» είχε δηλώσει ο ρεσεψιονίστ με αυστηρότητα αναμεμειγμένη με την υποβόσκουσα χαιρεκακία αγάμητου που βλέπει και κάποιον άλλον με το πουλί στο χέρι. Όμως πες-πες και μετά από μερικές κουβέντες συμπάθειας γύρω απ’ τις δυσκολίες της δουλειάς, είχα πείσει το μεθοριακό σκυλί να μου επιτρέψει το πέρασμα προς στο δωμάτιό της.

Η Ινάννα δεν ήταν σε θέση να σηκωθεί... ούτε καν ν’ ακούσει τους χτύπους. Είχα σπρώξει την πόρτα σαν τον κλέφτη, για να αντικρύσω στο κρεβάτι μια χλωμή, τρεμάμενη φιγούρα που ουδεμία ομοιότητα έφερε με την γυναίκα που το προηγούμενο βράδυ καύλωνε ένα ολόκληρο μαγαζί. Ψηνόταν στον πυρετό. Ενώ ήταν στραμμένη προς εμένα, το βλέμμα της περνούσε ξυστά πλάι μου και χανόταν κάπου απροσδιόριστα, πέρα κι απ’ τα ντουβάρια. Κάτι είχε προσπαθήσει να αρθρώσει, μα τα λόγια της σέρνονταν ακατάληπτα σαν επιβραδυμένη μαγνητοταινία. Τη θλιβερή της εικόνα πλαισίωνε η μιζέρια του δωματίου με τα γιαγιαδίστικα ξύλινα έπιπλα, τις βαριές λαδί κουρτίνες και την ταπετσαρία με τα σχέδια που δεν ξεχώριζαν απ’ τους λεκέδες. Ένα μπαρόκ εκκρεμές στον τοίχο διατυμπάνιζε το πέρασμα του χρόνου δυσοίωνο. Το λευκό της χέρι κρεμόταν από την άκρη του κρεβατιού σπαράζοντας σαν εξαρθρωμένος λαιμός κύκνου. Τα σημάδια στον πήχη της είχαν ξεδιαλύνει την εικόνα: ο πυρετός ήταν σύμπτωμα στερητικού συνδρόμου.

Πέρα από μερικά αντιπυρετικά, δεν είχα ιδέα τι άλλο να κάνω˙ δεν είχα φτάσει, απόγευμα Κυριακής παρφουμαρισμένος, έτοιμος ν’ αντιμετωπίσω, αντί μια οδαλίσκη, ένα επείγον περιστατικό. Κι όμως, το βρωμερό καυλί μου ήταν σκέτο σιδερικό, σηκωμένο σε στόχευση. Δεν είχα πέσει, ωστόσο, σε τέτοια επίπεδα αθλιότητας έτσι ώστε να το αφήσω να πυροβολήσει, αλλά ούτε και να την εγκαταλείψω. Καθόμουν σε μια καρέκλα πλάι στο κρεβάτι και σκούπιζα το μέτωπό της με μια μαξιλαροθήκη που είχα βρει ορφανή στο πάτωμα. Εκείνη παραληρούσε˙ μακρόσυρτα μουρμουρητά χωρίς τα σύμφωνα. Κάποια στιγμή είχε σιωπήσει, με το ένα μάτι κλειστό και το άλλο να χάσκει μισάνοιχτο κι ακούνητο˙ είχα πιστέψει ότι βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν για τα θυμαράκια! Πανικόβλητος, είχα σαλτάρει στο κρεβάτι από πάνω της… και δώστου τα χαστούκια – μέχρι εκεί έφταναν οι νοσηλευτικές μου γνώσεις περί ανάνηψης. Η Ινάννα είχε ξυπνήσει με τσιρίδες. Προς απάντηση στις εξηγήσεις μου σχετικά με το νεκρωμένο της βλέμμα, είχε απλώσει το χέρι στο κομοδίνο, ψαχουλεύοντας στα τυφλά. Αφού είχε εντοπίσει έναν αναπτήρα, τον είχε φέρει στο πρόσωπό της κι είχε χτυπήσει το δεξί της μάτι επανειλημμένα. Τρεις ξεροί γδούποι είχαν ακουστεί. «It’s glass, you dumbfuck!» είχε ψελλίσει.


Μερικές ώρες μετά και αφού είχε πέσει ο πυρετός, καθόμουν σ’ ένα καφέ στην Πλάκα για να χωνέψω όλα όσα είχαν συμβεί, όταν ένας ψηλός πιγκουίνος είχε περάσει μπροστά απ’ τα μάτια μου. Είχε ακολουθήσει ένας δεύτερος λέλεκας με σμόκιν και μετά ένας τρίτος… και μετά ένα τσούρμο από καμιά τριανταριά, προφανώς μέλη κάποιας συμφωνικής ομάδας μπάσκετ που μετά από συναυλία στο Ηρώδειο έκαναν την Athens-by-night γύρα. Από πίσω τους έσερναν έναν παρατεταμένο κλαυσίγελο˙ εγώ θα ήμουν μάλλον, αν και δεν μπορούσα να ξεχωρίζω ποιο μισό ήταν το αστείο και ποιο η τραγωδία.


§


Θα έπρεπε να την είχα κάνει με ελαφρά πηδηματάκια, όμως το ενδεχόμενο να κοιτάξω πίσω απ’ το μάτι ήταν ένας πειρασμός που δε θα μπορούσα να είχα προσπεράσει έτσι απλά. Όταν δε η Ινάννα είχε ενδώσει στα παρακάλια μου και είχε αφαιρέσει το γυαλί, ήταν πλέον αργά… Με το που είχα αντικρίσει την οφθαλμική κόγχη μιαν ανοιχτή πληγή, είχα εθιστεί αυτοστιγμεί …

Ποια ήταν πραγματικά η Ινάννα, πέρα απ’ την πρέζα, δεν μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να ανακαλύψω… Άλλαζε ονόματα κάθε φορά που έπιανε δουλειά σε κάποιο νέο στριπτιτζάδικο… και άλλαζε στριπτιτζάδικα συχνά: Αλέξια, Δάφνη, Λουκρητία… Όταν καταδυόταν για συνέντευξη σε κάποιο απ’ τα υπόγεια αυτών των μαγαζιών, με τραβούσε μαζί για προστασία. Εκείνη έκανε τις συνεννοήσεις κι εγώ καθόμουν σιωπηλός σε κάποιον πλαστικό καναπέ ανάμεσα σε φακέλους και πόστερ με γυμνές – αν τα μούτρα της πιάτσας ήξεραν πως, κάτω απ’ το δερμάτινο παλτό μου, έτρεμα, θα κατουριόντουσαν απ’ τα γέλια! Κι όμως… παρότι η παρουσία της και μόνο με καθιστούσε στόχο, δεν είχα αργήσει να την μαζέψω σπίτι μου – ο ξεπεσμός των φτηνών ξενοδοχείων ενείχε πιο πολλούς κινδύνους κι απ’ την ίδια την πρέζα.

Προς τιμήν της και σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική των ενεσάκηδων, δεν είχε ούτε μια φορά προσπαθήσει να με τραβήξει στον κόσμο αυτής της συγκεκριμένης παραμύθας. Κι ενώ δεν είχε κανένα πρόβλημα να τρυπιέται μπροστά μου, ντρεπόταν –η αθεόφοβη!– όταν στην τουαλέτα κατουρούσε, κι άνοιγε το νερό του νιπτήρα για να μην ακούγεται! Αυτοχαρακτηριζόταν σατανίστρια… Συχνά τα βράδια άναβε κεριά στο πάτωμα και, από πάνω τους σκυφτή, διάβαζε κάτι αλαμπουρνέζικα… αλλά αυτά εγώ τα άκουγα βερεσέ και ξεκαρδιζόμουν. Θυμάμαι όμως με αγάπη τις συζητήσεις μας, αν και έχω ξεχάσει το περιεχόμενό τους… ως την εισαγωγή μου σε έναν λόγο αδέσποτο, έναν λόγο που πετιέται εδώ κι εκεί σαν κουφάρι στα κύματα, χωρίς πότε να πιάνει λιμάνι…

Όσο για το πήδημα… αυτό δεν ερχόταν ποτέ εύκολα με την Ινάννα˙ η ζουζού ήταν καύλα αρκετή για κείνην. Όταν όμως ερχόταν, δεν το έλεγες ποτέ βαρετό… ενώ κάθε φορά συμπεριελάμβανε και τη χρήση ενός παγωτού ξυλάκι – δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο να ψάχνω κάποιο περίπτερο ανοιχτό μες στα μαύρα μεσάνυχτα. Εμένα, διόλου δε μ’ ενοχλούσε η αραιή συχνότητα. Μου έφτανε να ξαπλώνει αποκαρωμένη μετά το τρύπημα με τα πόδια ορθάνοιχτα και το γυάλινο μάτι της σφηνωμένο ανάμεσα στα μουνόχειλα, κι εγώ να το κοιτώ για ώρες τραβώντας μαλακία – «μάτια μου» έλεγα και ξανάλεγα… Και στο τέλος, να χύνω στην πληγή της, γεμίζοντας την έτσι με το ζωντανό ασπράδι που έλλειπε.

Εκείνη την εποχή ετοιμαζόμουν για την πρώτη μου ατομική σε αίθουσα τέχνης πρώτης γραμμής, με μεγάλες συνθέσεις σε χαρτί που απεικόνιζαν σειρές από μικρά, αφαιρετικά σπιτάκια, την μία κάτω απ’ την άλλη, σαν ιερογλυφικά σε τοίχο σπηλαίου. Η Ινάννα με παρακολουθούσε να δουλεύω και σκαρφιζόταν από μια μικρή ιστορία πεντάχρονου για κάθε μικρό σπίτι και τους κατοίκους του… μόνο που στο τέλος όλοι πέθαιναν με τραγικό τρόπο… Στα δε εγκαίνια είχε εμφανιστεί μ’ ένα μαύρο δαντελωτό φουστάνι˙ αρβύλες˙ πίσσα γύρω απ’ τα μάτια˙ και συστολή, σαν το οποιοδήποτε άβγαλτο γκοθ κοριτσάκι. Μάλιστα, όταν είχε εντοπίσει μια μαύρη τρίχα κολλημένη σ’ ένα απ’ τα έργα, είχε αναφωνήσει δείχνοντας: «Yikes, a pubic hair!».


Δυστυχώς, όσο περνούσε ο καιρός η Ινάννα βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στην παραμύθα. Αδυνατούσε να κρατήσει μια δουλειά για πάνω από μια εβδομάδα˙ τα λεφτά μειώνονταν και η δόση όλο και μεγάλωνε. Η μόνη λύση για να μην την βρω μια μέρα κόκκαλο στο σπίτι μου, ήταν ν’ αγοράσω ένα εισιτήριο για το Σηάτλ των Ηνωμένων Πολιτειών και να την στείλω στους δικούς της.


Στο δρόμο για το αεροδρόμιο, είχε συνειδητοποιήσει πως η δόση που ’χε πάρει δεν της έφτανε για να βγάλει την εικοσάωρη πτήση, έτσι είχαμε περάσει απ’ τον προμηθευτή της, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο Ανατολικό με την ψυχή στο στόμα… τουλάχιστον εγώ – δεν άντεχα άλλο να ζω μαζί της στην κόψη του ξυραφιού, ανυπομονούσα να φύγει. Όμως η ανακούφιση που είχα νοιώσει καθώς περνούσε την πύλη εισόδου δεν είχε κρατήσει πολύ… ίσα μέχρι τον έλεγχο διαβατηρίων. Εκεί την είχαν σταματήσει κι εγώ, βλέποντας την μέσα απ’ το γυάλινο παραβάν να συνεννοείται αναστατωμένη με δύο μπάτσους, είχα καταλάβει πως η διαμονή της στη χώρα είχε υπερβεί το επιτρεπτό. Ο χρόνος περνούσε επικίνδυνα˙ θα έχανε την πτήση της. Μα περισσότερο κι απ’ το ενδεχόμενο να μου φορτωθεί πάλι, με πανικόβαλλε το σενάριο τα στρουμφάκια να μυριστούν την ντόπα της.

Για να τους πιέσω, είχα τρέξει στον γκισέ της εταιρείας κι είχα ζητήσει να την καλέσουν απ’ τα μεγάφωνα να επιβιβαστεί πάραυτα˙ ασυγκίνητα τα όργανα της τάξης! Κάποια στιγμή είχε γυρίσει να με κοιτάξει. Έκλαιγε. Σε μια απέλπιδα, τελευταία προσπάθεια, της είχα κάνει νεύμα ν’ αφαιρέσει το μάτι της. Εκείνη είχε φέρει τα χέρια στο πρόσωπό της, και, όταν τα είχε τραβήξει, το μάτι έλλειπε. Στη θέα της κατακόκκινης σάρκας, οι μπάτσοι τα είχαν παίξει και αηδιασμένοι την είχαν στείλει στο καλό με ζοχαδιασμένες κινήσεις. «Άει στο διάολο, μωρή χαμούρα!» είχα ακούσει τον έναν να φωνάζει, πριν σωριαστώ στο πάτωμα ξεφυσώντας.


Λίγους μήνες μετά, η Ινάννα με είχε πάρει τηλέφωνο μία και μοναδική φορά. «Ξέρω ότι μου έσωσες τη ζωή» μου είχε πει «αλλά δε σου λέω ευχαριστώ, γιατί το χάρηκες κι εσύ!». Το πραγματικό της όνομα δεν το έμαθα ποτέ.



Απόσπασμα από το πεζό ενδογράφημα "Η Αποκάλυψις του Ιωάννου Μ.".

Πάτμος - Μάιος, 2022


21 views0 comments
© Copyright
bottom of page