top of page
Search

Winterreise • Ιωαννης Μουχασίρης




Θυμάσαι, φίλε μου; Θυμάσαι το δερμάτινο παλτό που έλεγες πως μ’ έκανε να δείχνω με κατάσκοπο; Διαλύθηκε κι αυτό, μονομιάς όπως εμφανίζεται η πρεσβυωπία, απ’ τη μια μέρα στην άλλη. Ξέρω, το καλοκοίταζες… Μα τι να σου στείλω τώρα πια… μπαλώματα; Τελευταία πετάω πολλά… είναι κι η ξηλωμένη μου όραση. «Ό,τι πρέπει για να κρύβεις νάνους!» έλεγες. Ούτε μια κλεψιά της προκοπής δεν ήμασταν άξιοι να κάνουμε! Είχαμε γεμίσει το σπίτι με κεραμικούς νάνους από ξένους κήπους και δεν είχε μείνει σπιθαμή να περπατήσουμε! Ούτε για κράχτες δεν έκαναν˙ οι Χιονάτες προτιμούσαν άλλες συλλογές. Τελικά είχαμε φωνάξει φορτηγό κι είχαμε πληρώσει κι από πάνω… ποτέ όμως δεν τους ξεφορτωθήκαμε. Τότε ζούσαμε για να ’χουμε ιστορίες να λέμε… Τώρα; Να ’χαμε λίγη σιωπή για να ζήσουμε επιτέλους… Τότε δίναμε τα χέρια χωρίς λόγο… για τα πάντα˙ για τις κερασιές˙ τις αναποφάσιστες βραδιές˙ για τα φρεάτια στην άκρη του δρόμου και τα ετοιμόρροπα κλιμακοστάσια. Έχεις κάνα χέρι να μου στείλεις; Συγγνώμη που σας είχα αφήσει σύξυλους στην πασχαλινή παρτούζα κι είχα πάει σ’ άλλο κρεβάτι μ’ εκείνην την μικρή Ινδή… Μάγια, δεν την έλεγαν; Ένοιωθα σα σε σφαγείο… κι εγώ είχα μάθει να σφάζω ένα ζωντανό τη φορά. Ήσουν το ιδανικό γαιδουράκι˙ ελπίζω να μην ήμουν πολύ βαρύς στην πλάτη σου όταν μπαίναμε στα Ιεροσόλυμα. Η Ανάσταση στη στέγη ήταν όλα τα λεφτά… κι ας είχαν μπουκάρει οι μπάτσοι πριν το τέλος. Ποιος κερατάς μας είχε πείσει ότι εκεί θα βρίσκαμε καλό και άφθονο όπιο; Θα ’ταν ο ίδιος που επέμενε πως ο Baader Meinhof ήταν ένας άνθρωπος και ζούσε ακόμα, κρυβόταν δε σ’ ένα απ’ αυτά τα τερατώδη εργατικά συγκροτήματα στην άκρη της πόλης όπου επισκεύαζε ρολόγια για τα προς το ζην. Τελικά είχαμε ξεπέσει στη φτηνή μαύρη μπύρα και σ’ εκείνο το κίτρινο διαολόποτο από βότανα – πήγαινε όμως με τα πάντα, ακόμα και με το τσαγάκι. Μου είχες σώσει τη ζωή, θυμάμαι… μάλλον δηλαδή, τότε που μ’ είχες γραπώσει την τελευταία στιγμή απ’ την άκρη του παλτού. Ήμουν έτοιμος να σαλτάρω για να σου αποδείξω ότι εκείνο ήταν το σπίτι που στο βιβλίο ο Jaromil πηδάει απ’ τη γέφυρα του Καρόλου στο παράθυρο – δεν υπήρχε άλλο, κι ας ήταν τουλάχιστον τρία μέτρα μακριά απ’ το στηθαίο. Ήταν άραγε η ζωή εκεί, σε ένα σάλτο κοντά στα τρία μέτρα, στην αναπαράσταση μιας σελίδας; Η Χριστίνα, ξέρεις, είναι δασκάλα. Έχει δυο παιδιά… δεν της αρέσει να μιλάει για τα παλιά. Πάει βόλτα το σκύλο της και στολίζει τα Χριστούγεννα. Εμείς δεν ήμασταν φτιαγμένοι για καλοί στρατιώτες… ούτε ως καραγκιόζηδες τα καταφέραμε… Σου έλεγα ότι οι καμπάνες ηχούσαν μπροστά, μα εσύ επέμενες ότι ήταν τα τενεκεδάκια που έσερνα. Και στο νεκροταφείο των Αγίων Πάντων, είχες βροντοφωνάξει μες το παρεκκλήσι, τραγουδιστά στη Μελωδία της Ευτυχίας: «Εδώ είν’ το μέρος για ν’ αφήσεις τα κόκκαλά σου!». ¨Όμως έκλαιγες όταν έσκιζα τις σελίδες κι έχωνα τα ποιήματά μου στο χώμα. «Δεν φυτρώνουν, χαζέ!» ούρλιαζες… Είχαμε τρέξει στο τίποτα με δυο φαναράκια στο χέρι κι είχαμε χαθεί στο χιόνι, μέχρι που είχαμε πέσει στα γόνατα μπροστά στους δυο ζεστούς ήλιους που πλησίαζαν. Και τότε είχαν βγει απ’ το περιπολικό και πάλι οι μπάτσοι… Έφτασες άραγε ποτέ στην Ατουόνα, εκεί να θάψεις τη βαρβαρότητα προτού φάνουν τα στρατεύματα; Σβήνεις ακόμα τσιγάρα στα χέρια; Και την μικρή Μποέμισσα… την έριξες τελικά, μπαγάσα; Δεν ξέρω πού να σου στείλω αυτό το γράμμα... μάλλον θα το χώσω σε καμιά γλάστρα με βασιλικό. Εμείς για κηπουροί δεν κάναμε… αλλά ως θαυμαστές κήπων, καλά τα πήγαμε, εεε; Οι γέροι νάνοι με τα χρόνια έχουν αρχίσει να μοιάζουν με παιδιά… και να φέρονται. Βρήκες ποτέ κάποια γωνιά δίχως μπάτσους; Τα σχοινιά τα έχω κόψει, μ’ ακόμα ακούω τα τενεκεδάκια, αν και δεν αναγνωρίζω από πού έρχεται ο ήχος. Δεν έχω χθες… είναι δικό σου πλέον. Πες στην Χριστίνα ότι δεν έχω πια νησί˙ το πήρε όταν έφυγε. Δε θ’ αγοράσω άλλο παλτό. Θα φοράω την παγωνιά της Μοραβίας, ακόμα και κάτω απ’ τον Αυγουστιάτικο ήλιο της Μεσογείου. Αν σου περισσεύει κάνα δάχτυλο… στείλε μου.



Απόσπασμα από το πεζό ενδογράφημα "Η Αποκάλυψις του Ιωάννου Μ."

27 views0 comments
© Copyright
bottom of page