top of page
Search

Terra Nullius • Ιωάννης Μουχασίρης

Updated: May 21, 2020


Χάχανα αντηχούν στο αρχαιολογικό μουσείο˙ έχει γεμίσει με πρωτάκια που μαθαίνουν για το παρελθόν τους. Όμως σύντομα τα γέλια θα σιγήσουν, όταν τα παιδιά θ’ αναγνωρίσουν στ’ ακρωτηριασμένα αγάλματα το μέλλον τους…


Μία υπέργηρος κυρία, στερεωμένη στο «π» της, στέκει σαν στήλη άλατος μπροστά σ’ έναν μαρμαρωμένο έφηβο˙ γυρεύει να δει τη μασέλα πίσω απ’ το παγωμένο του χαμόγελο. Κέρματα κουδουνίζουν από μόνα τους στο δερμάτινο πορτοφολάκι που ’χει στον κόρφο της κρυμμένο.


Με το χέρι τεντωμένο προς τη Θεά Αφροδίτη, η ξεναγός υποδεικνύει στους επισκέπτες όσα οφείλουν να προσέξουν στην αλαβάστρινη μορφή. Εκείνοι ανταποκρίνονται, ακολουθούν τις άρτιες γραμμές, το βλέμμα το απλανές. Όσα, δε, περνούν απαρατήρητα, γλιστρούν στο λαιμό τους σαν ξένο φλέμα που θα φτύσουν ως δικό τους σαν έρθει η ώρα. Το άγγιγμα απαγορεύεται αυστηρώς.


Ανεμπόδιστος απ’ τον ταμία, εισέρχεται ένας ρακοσυλλέκτης κι απ’ τα εκθέματα ανενόχλητος διασχίζει τις πτέρυγες του μουσείου μία-μία. Κοντοστέκεται μόνο μπροστά στην προθήκη με τις μαλαματένιες πόρπες, όπου καρφιτσώνει με την οξειδωμένη λάμψη τους το στόμιο του αφαλού του σφαλιστό. Η αρπαγή περνά απαρατήρητη˙ η επιτήρηση ιδεατών χειρονομιών δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του φύλακα, ο οποίος δεν βρίσκει κανένα λόγο να διακόψει το μεσημεριανό του ρέμβασμα. Αραγμένος σε μια καρέκλα με την πλάτη γερμένη στον τοίχο ακριβώς δίπλα απ’ το κομβίο πυρασφάλειας, μετρά στο ταβάνι σταλακτίτες.


Οι ανιστορημένοι αμφορείς δεν βλέπουν ποτέ το φως του ηλίου. Στοιχισμένοι στο πιο βαθύ υπόγειο, ο ένας δίπλα στον άλλον σαν στρατός εν υπνώσει, περιμένουν τη μέρα που το χώμα θα κηρύξει τον πόλεμο ενάντια στη γη για να χύσουν το λάδι που πια δεν κουβαλούν... και το κρασί.

32 views0 comments
© Copyright
bottom of page