top of page
Search

Άχραντος Τρυγητής, Ακάνθινος Σταυρίτης • Ιωάννης Μουχασίρης

Updated: Sep 1, 2022




1


Και στήσαμε τα σκιάχτρα μας για να διώξουμε τις σταχτοκουρούνες με την ίδια επιμέλεια που κάνουμε τα πάντα. Όμως, ενώ προγκίξαμε τα πουλιά, άρχισαν να συρρέουν μιλιούνια οι τουρίστες για να θαυμάσουν τα ξόανα˙ τα φωτογράφιζαν, τ' άγγιζαν και τα ρωτούσαν για το νόημα της ζωής. Για να τους ξεφορτωθούμε, όταν μας ζήτησαν φαΐ τους είπαμε ότι δεν υπάρχει τίποτα, μιας κι είχανε πατήσει όλα τα ζαρζαβατικά μας! Κι έτσι έφυγαν άρον άρον όπως είχαν έρθει…


2

Ήρθαν και κάποιοι που σκαρφάλωναν στα βράχια για διασκέδαση, κι όταν γουλίζαμε χταπόδια, κοντοζύγωναν και ζητούσαν να τα χτυπήσουν εκείνοι! Μπήκανε και στα πατητήρια. Κι αγόρασαν τους κιούρτους και τα μποτινέλα μας, τ’ ασκαύλια μας και τις δοκάνες, τις σκαλιστές σερβάντες και τα κεντητά. Και όταν έφυγαν, πήρανε και τις κόρες μας, με την υπόσχεση ότι του χρόνου θα ξανάρθουν με το αίμα μας. Μαζί τους, εξαφανίστηκαν και τα τζιτζίκια. Να ’ναι καλά τα χέρια μας, και θα τα ξαναφτιάξουμε όλα απ’ την αρχή, και μία μέρα θα σκαρφαλώσουμε κι εμείς στα βράχια για διασκέδαση!


3

Φέτος συνέβησαν πολλά κάτω απ’ την ψάθινη ομπρέλα: κηρύχτηκαν πόλεμοι˙ υπεγράφησαν ανακωχές˙ παίχτηκαν έρωτες και χαθήκαν περιουσίες˙ όνειρα κοιμήθηκαν και ξύπνησαν μορμολύκεια˙ ένα κορίτσι έχασε την αθωότητά του κι ένας παπάς την πίστη του... Εκείνη όμως, όπως κάθε καλοκαίρι, περίμενε να φύγουν οι τουρίστες για να γίνει –σαν τ’ αρμυρίκια– κάτι παραπάνω από ένα απλό σκίαστρο…




4

Tα στόματα ήταν πολλά και το πηγάδι στέγνωσε. Σκυμμένος από πάνω του ο Στεφανής, της πλύστρας ο γιος, της Μαρουλιώς, πετάει πέτρες και ξαναπετά και στήνει αφτί, μάταια περιμένοντας τον παφλασμό – χθες κατά λάθος πέταξε και κάτι μαλλιαρό κι άκουσε κλάμα… Μα δεν το βάζει κάτω, σίγουρος πως με το δικό του πείσμα μοναχά θα ’ρθουν τα πρωτοβρόχια. Του κάμπου οι πολλά βαρείς, οι άμυαλοι νταήδες τον περιγελούν και τον φωνάζουν λωλο-Στεφανή! Πού να τους εξηγείς τα όσα ξέρει ένα τυφλό παιδί…


5


Tο ξεραμένο ρέμα έγινε χώρος στάθμευσης και κάτω απ’ το χαμηλό γιοφύρι, εκεί όπου το σκοτάδι έμεινε ζωντανό μες στο κατακαλόκαιρο, καταχωνιάσαμε ένα μυστικό. Μακριά από μένα να το πω, μα θα το πάρει το ποτάμι με την πρώτη μπόρα και θα πάει στο καλό…


6


Τα φαντάσματα του αποκαλόκαιρου ταιριάζουν στο γαλάζιο, ξύλινο περιπτεράκι, έτσι όπως χρόνια τώρα στέκει σφαλιστό στη μικρή πλατεία, δίπλα απ’ τη μεγάλη με τις καφετέριες. Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, καιρό γυρόφερνε το λουκέτο, αφού εκτός από τσιγάρα, η πραμάτεια του ήταν μόνο για παιδιά: γλειφιτζούρια, σοκολάτες, πατατάκια και Μίκυ Μάους, μαγικές σακούλες και καραμέλες απ’ αυτές που σκάνε στο στόμα – τα βράδια φωτισμένο έμοιαζε με παρδαλή μπομπονιέρα! Ο Μπάρμπα-Αντρεός το κρατούσε ανοιχτό με νύχια και με δόντια, όμως όταν πέθανε, η εγγονή του, το Ρηνιώ, είχε μόνο δύο επιλογές: είτε να διευρύνει την πελατεία είτε να κατεβάσει τα ρολά˙ προτίμησε τη δεύτερη.


Κι όμως, οι μπόμπιρες δεν άλλαξαν λημέρι, ακόμη μαζεύονται τα καλοκαίρια στη μικρή πλατεία όπου με τα ποδήλατά τους απειλούν τη σωματική ακεραιότητα των τουριστών, ανταλλάσουν βόλους και κάρτες με μπαλαδόρους, τσακώνονται για τον Ολυμπιακό, κόβουν δάχτυλα και τα ξανακολλούν προτού μαζευτούν στα σπίτια τους αργά τη νύχτα. Λένε, μάλιστα, πως κάποιος υπάρχει ακόμα μέσα στο περίπτερο, κρυμμένος στο σκοτάδι˙ τον ακούν συχνά να ξεροβήχει όταν προσπαθούν με πρόκες να ξεκλειδώσουν τις προθήκες – πιστεύουν πως μέσα είναι ακόμα τίγκα στα καλούδια! Στις δε 28 του Οκτώβρη, ο βήχας μετατρέπεται σε ροχαλητό, για να ξαναγίνει βήχας από του Ευαγγελισμού και μετά… Περιμένει, λένε, την κατάλληλη στιγμή για ν’ ανοίξει ξαφνικά και πάλι τα παραθυρόφυλλα, γι’ αυτό και όποτε δίπλα τους περνούν, κοντοστέκονται… μπας και…! Έχουν αρχίσει να πιστεύουν πως είναι και καρφί˙ αλλιώς πώς εξηγείται αλλιώς πώς οι μανάδες τους μαθαίνουν για όλες τις σκανταλιές τους χαρτί και καλαμάρι;

Εμένα κάτι μου λέει πως του χρόνου θα δούμε το γαλάζιο περιπτεράκι και πάλι φωτισμένο˙ και τότε να δείτε σκορδάκια που έχουν να σκάσουν!


7

Όπως συνήθως, περιμέναμε πολλά απ’ το καλοκαίρι κι αυτό, όπως κάθε χρόνο, απέτυχε ν' ανταποκριθεί. Τα κορίτσια ήταν όμορφα, τόσο όμορφα που δεν χρειάζονταν επιβεβαίωση˙ το ίδιο και τ’ αγόρια. Ο ήλιος ήταν σκληρός˙ μας έγδερνε με χέρια ακρωτηριασμένα στους αγκώνες. Τα θυμάρια μοσχοβολούσαν όπως πάντα, μα εμείς φορούσαμε προστατευτικές μάσκες. Αχινοί ούτε για δείγμα. Τα κατσίκια κρύφτηκαν στα πιο απόκρημνα βράχια και τα γαϊδουράκια έμοιαζαν να μας φοβούνται˙ όχι όμως και οι σκολόπεντρες. Τα πανηγύρια κι οι χοροί απλώς μας θύμιζαν τα περασμένα. Η ευτυχία δεν μπορεί να μετρηθεί παρά μονάχα ως το σκοτάδι που υπολείπεται αφού, κάθε που εκπνέει ο Αύγουστος, υπολογιστεί η μιζέρια σε κιλοβατώρες… Ο Σεπτέμβρης είναι ο μήνας ο ιλαρός!

8

Μετρήσαμε κεφάλια καθώς έρχονταν κι ανατολές. Μετρήσαμε μπάνια, παγωτά και πατητές. Κοκορομαχίες μετρήσαμε, ψεύτικες και κανονικές. Μετρήσαμε πεφταστέρια και χέρια παρατημένα στις ακρογιαλιές. Τσιμπήματα μετρήσαμε και ατυχήματα με νοικιασμένα μηχανάκια. Μετρήσαμε χαρτονομίσματα, όσα κρατήσαμε και τ’ άλλα που νομίζαμε. Μετρήσαμε δύσεις και κεφάλια που έφευγαν. Κι έτσι με μέτρημα, μηδενίσαμε… Θα ’χουμε χρόνο με τα κρύα… στις νύχτες τις μακρόσυρτες θα μάθουμε ξανά πώς να μετρούμε…

9

Έσκασε κάθε καρυδιάς καρύδι και ο καθένας έψαχνε το κατιτίς του, όμως αυτό το κατιτίς δεν απαντούσε. Όσοι βαβούρα λαχταρούσαν, τα είχαν με την εκνευριστική γαλήνη, κι εκείνοι που την ηρεμία τους ζητούσαν, ολημερίς βολόδερναν στα πιο πολύβουα μέρη μόνο και μόνο για να γκρινιάζουν. Μας έκαναν παράπονα και οι φυσιολάτρες, παρά τα τόσα μας γκρεμνά, τις αστοιβές, τα γαϊδουράγκαθα και τις λωλοκατερίνες˙ έλεγαν πως εκείνοι μόνο τσίτσιδοι μπανιάρονται και πως, ακόμα κι οι πιο απόμερες παραλίες, έχουν γεμίσει με φαμίλιες, κουτσούβελα, τάπερ και κασετοφωνάκια. Εμείς τους λέγαμε να πάνε μακριά στον Γένουπα, πέρα απ’ τις Καζάρμες και κάτω στα κατσάβραχα, όπου υπάρχει η πιο ωραία αμμουδιά, παράδεισος για λίγους εκλεκτούς και μυημένους! Κι εκείνοι κινούσαν για εκεί φορτωμένοι σα μουλάρια, και όταν το εκεί δεν έβρισκαν, επέστρεφαν πληγιασμένοι στο λιμάνι για να αγοράσουν μπανιερό…

10

Κάποιος δεν ξεδίψασε, κι ας ήταν τα χείλη του σκασμένα απ’ τον ήλιο σαν τοίχος ερειπωμένου σπιτιού… Από μάρμαρο το νερό στο ποτήρι, το τραπέζι ρευστό, και οι αντανακλάσεις χαρωπές λεπίδες. Ένα παιδί έκλαιγε για μια τελευταία πορτοκαλάδα πριν επιστρέψει στο σχολείο, ένας κοιλαράς τραγουδούσε το τελευταίο ούζο πριν το γραφείο και μια νοικοκυρά σιωπούσε πάνω από έναν τελευταίο καφέ πριν χωθεί και πάλι στην κουζίνα της – δεν έψαξε το μέλλον στον πάτο του φλυτζανιού.

Κάποιος δεν ξεδίψασε, φοβήθηκε τα κατακάθια… Έφυγε με την ελπίδα ότι θα ξαναβρεί το ποτήρι, εκεί γεμάτο και το επόμενο καλοκαίρι. Ο σερβιτόρος το μάζεψε και, για να μην πάει χαμένο, έριξε το νερό σε μια γλάστρα με βασιλικό. Ο γάτος του μαγαζιού άπλωσε την αρίδα του πάνω στην ψάθινη καρέκλα





11

Γεμίσαμε με χινοπόδια τις ξερολιθιές για να ξορκίσουμε τα χιμαρίδια απ’ τα μποστάνια μας, κι όλους τους άλλους πειναλέους… Μα φύγανε και οι κουρκούδιαλοι που άραζαν στις πυρωμένες πέτρες και πάνω-κάτω κουνούσαν το κεφάλι. Και τώρα ποιον θα έχουμε ν’ ακούει το μαράζι μας; Οι άγιοι κρατούν αγέρωχη την κάρα και μας κοιτούν με παγωμένο βλέμμα... άντε το πολύ-πολύ, μία στις τόσες να στάξουν κάνα δάκρυ…

12

Ανοιχτήκαμε πολύ και τ’ όνειρό μας έμεινε στα τούβλα και τα μπετά. Όμως –λίγο από ’δώ, λίγο από ’κεί– επάνω στις αναμονές σηκώσαμε ένα εκκλησάκι, για να ’χουμε να περιμένουμε και κάνα σιγουράκι…

13

Από τη Δύση έφτασε ένας σοφός απ’ την Ανατολή κι αρχίνισε τα κουζουλά. Μας έδειχνε πώς να χαιρετούμε τον ήλιο όπως του πρέπει, μας εμάλωνε όταν σφαγιάζαμε τα ζωντανά, μας έκανε ασκήσεις αναπνοής και τάξη βιωματικής ζωής˙ δεν γροικούσε πως ήδη έχουμε πτυχίο στον εν τω βίω θάνατο.

Έψαχνε και για κάτι άσπρα λέλουδα, «τρομπέτες του διαόλου» τα ’λεγε – τους μανώληδες, εννοούσε… Του δείξαμε πού να τους εύρει, όμως στο μονοπάτι προς το Χριστό τον εύρηκε ένα ερπετό και τον εδάγκωσε…, κι επήγε τον ήλιο να τον εχαιρετήσει από κοντά…

Στον Κάμπο φόβο έχουμε Θεού˙ όταν βροντοκοπάει προσευχόμαστε, σταυροκοπιόμαστε έξω απ’ τα ξωκλήσια και όποτες βλασφημούμε λέμε «Θου Κύριε…» και άλλα τέτοια καθαρευουσιάνικα… Όμως τις όχεντρες δεν τις προγκάρουμε, μήτε τις μπήχνουμε κατακάρκαλα˙ ακόμα πιο όξω από ’δώ και μακριά κι από τον σατανά, ευχόμαστε τ' αρούρια!

14

Στο στρατί για το Κουμαρό, χάνονται κάθε Τρυγητή μυαλά πολλά και τιμαλφή, και στα στιβάλια χώνονται εφταλουτρούδες… Εμάς τους Καμπιώτες, μας έχουν οι Σκαλιώτες για παρακατιανούς κι οι Χωριανοί του κλώτσου και του μπάτσου. Μα για να πιουν και να χορτάσουν, ούλοι τους απ’ τον Κάμπο πρέπει να περάσουν!

15

Γκρεμίστηκε ο Αγγελής ενώ ασβέστωνε τη Διασώζουσα κι έσκασε στο πλακόστρωτο από πέντε πέτρα ύψος δίχως γρατζουνιά. «Τον έσωσε η Παναγιά», αναφώνησαν όλοι, εκτός από ένα μάτσο αθεόφοβους που είπαν πως εκείνη τον είχε ρίξει απ’ τη σκάλα εξαρχής! Στην πραγματικότητα, είχαν κι οι δύο πέσει μέσα˙ μια Παναγιά τον είχε σπρώξει και η ίδια πάλι τον είχε προστατεύσει… Αλλά αυτή η πραγματικότητα δεν προσκυνείται, μα ούτε και λοιδορείται˙ αυτή στολίζεται με γύμνια και γιορντάνια και χάνεται άμα τη εμφανίσει…

16

Η κυρα-Αμπέλω περιδιαβαίνει τη Χώρα κάθε μέρα, τρεις φορές γύρω απ’ το Μοναστήρι, πάνω-κάτω στ’ απότομα στενάκια παρά τ’ αρθριτικά. Μικρή το είχε τάμα στο Θεολόγο για να βρει άντρα, μα τώρα πλέον που άντρας δεν της έλαχε ποτές… Κι όταν της λεν να μαζευτεί απ’ το λιοπύρι ή απ’ την μπόρα που ’ρχεται, εκείνη αποκρίνεται: «Στα μέρη μας, πάντα είναι έκτακτα τα καιρικά φαινόμενα και όλα επικίνδυνα… μα πιο πολύ εκείνα των καιρών…»!


17

Φέτος η βάρκα μας δεν βγήκε στ’ ανοιχτά. Περνούσαν οι τουρίστες με τα χαϊμαλιά, την έβλεπαν ξεχειμασμένη στην άκρια της αμμουδιάς, με το κάλυμμα σχισμένο σα ρημαγμένο σάβανο, και κουνούσαν το κεφάλι˙ πού να ’ξεραν πως το χειμώνα πέθανε ο παππούς και κανείς δεν ήταν έτοιμος να πάρει τη θέση του. Ζητήσαμε να ταφεί μέσα της, όμως ο παπα-Γιώργης απείλησε πως δεν θα τον διαβάσει, αν κι είναι μεγαλύτερη αμαρτία μια βάρκα να στενάζει στη στεριά Αύγουστο μήνα – σχώρα μας Άι Νικόλα!

Φέτος η βάρκα μας δεν βγήκε στ’ ανοιχτά κι η θάλασσα δεν ήτανε η ίδια… Δεν είχε χταπόδια κι αστερίες, μακροβούτια, μπόμπες και μαγικά νησιά πέρα απ’ τον ορίζοντα όπου γιγάντιες σκουλόπετρες παλεύουν με κάβουρες μαμούθ. Το σκαρί της γέμισε με κουτάκια μπύρας, αντηλιακά, ξυλάκια από παγωτό και προφυλακτικά˙ δεν άντεχα να πάω κοντά, να τη φροντίσω, πενθούσαμε κι οι δυο μονάχοι! Άκουσα πως έγινε το λημέρι μιας συμμορίας γατιών… πάλι καλά! Τα βράδια άκουγε χίπικα τραγούδια και άλλα επαναστατικά…

Φέτος η βάρκα μας δε βγήκε στ’ ανοιχτά. Είπα στην Ελενίτσα να περιμένει και θα την πήγαινα του χρόνου στο Τραγονήσι όπως της είχα υποσχεθεί… μα οι Ελενίτσες δεν περιμένουν. Τελικά πήγε με τον Ματθιό, το γιο του σιδερά, και όταν γύρισε, με λυμένα τα κοτσιδάκια, ήταν μια άλλη…

Φέτος η βάρκα μας δε βγήκε στ’ ανοιχτά. Ξεθώριασε το βαθυκόκκινό της χρώμα κι από την πλώρη της η «Ελευθερία». Πριν χρόνιας μια νύχτα που ψαρεύαμε, ο παππούς μού είχε πει πως ο άνθρωπος μόνο μέσα σε μια βάρκα είναι πραγματικά ελεύθερος, όποιο κι αν είναι τ’ όνομά της. Και αν ψαρεύει κιόλας… ακόμα καλύτερα!

Του χρόνου με το καλό θα την ρίξω και πάλι στ’ ανοιχτά. Θα την καθαρίσω, θα τη βάψω κι ίσως να της αλλάξω κι όνομα˙ «Γιουκάλι», σκέφτομαι… Πήγα στον τάφο να ρωτήσω και ο παππούς συμφώνησε. «Κάπως έτσι πάν’ τα πράματα» μου είπε! Θα φτάσω και στο Τραγονήσι…, και με τη Μαριγώ και με την Πόπη και με την Νεκταρία! Φτάνει μόνο να μη γεμίσει νερό με την πρώτη δυνατή μπόρα και βυθιστεί η βάρκα μου βαθιά μέσα στην άμμο…


18

Και πάλι κλέψαμε χρόνο, νωθρές ματιές, τραγούδια και σύκα, πολλά σύκα… μας ξέφυγαν όμως τα πιο γλυκά, εκείνα απ’ το δένδρο καταμεσής στο λιβάδι των Καλογήρων˙ ένας γκέκας αναπαυόταν όλο το καλοκαίρι στη σκιά του... Έμοιαζε ήρεμος, μα κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει τον καμπόσο... κι άντε να παραδεχτούμε ότι δεν είχαμε τα κότσια, κοτζάμ ανδράκια! Αντ’ αυτού, δώσαμε τα χέρια και συμφωνήσαμε πως κάτι δυσοίωνο προμήνυε η κόκκινη σκουριά στην πόρτα, από τα ανεξήγητα που οι ξύπνιοι οφείλουν να παίρνουν στα σοβαρά – αν κι η ξερολιθιά ήταν τόσο χαμηλή που θα μπορούσαμε να 'χαμε πηδήξει για πλάκα δίχως καν να χρειαστεί ν’ αγγίξουμε την πύλη της κολάσεως. Πού να ξέραμε ότι ένα τέτοιο πρόσχημα θα μας ακολουθούσε μέχρι να βγει αληθινό, όξινο και κοφτερό, πιο κοφτερό κι απ’ τα σαγόνια λυσσασμένου σκύλου…


19

Και πάλι δεν άνοιξε τ' λευκό, μακρύ σπιτάκι πλάι στη ρεματιά˙ οι κληρονόμοι πολλοί και δεν τα βρίσκουν… Πέσανε κι οι σοβάδες˙ το κοτετσόσυρμα σφυρίζει και επιδεικτικά φοράει τη σκουριά, μα δεν κρατάει τον άνεμο και την αρμύρα μακριά. Και πάλι δεν μπουκάραμε για τις λίρες, τους χάρτες και τ’ ασημικά. Νύχτα του αγίου Φανουρίου κατέρρευσε κι η οροφή και ο πάταγος μας ξύπνησε˙ εμείς νομίζαμε πως μεγαλώνουμε, απλά και μόνο…


20

Ο πιο ωραίος μπότης στο νησί, ο «Παντελής» την έβγαλε και πάλι όλο το καλοκαίρι στο ρεμέτζο, αταξίδευτος! Αν τον είχαμε εμείς, θα είχε γίνει κοτζάμ πειρατικό, και τρεχαντήρι, και γιοτ αναψυχής! Μα ο κυρ-Γιώργης τη μισεί τη θάλασσα, από τότε που η πλανεύτρα τού πήρε τον μονάκριβό του… Μα του έχει μείνει το συνήθειο, κάθε χειμώνα, να ξύνει τη μαλούπα απ’ τη γάστρα, τη στρειδώνα και την ντραγάνα…





21

Τα φυλούσαμε στην πύλη που στέκει έρμη στην ανηφοριά, ετοιμόρροπη, θαρρείς, αλλά και πεισματάρα…. από το ένα ως το εκατό! Όμως κανείς δεν τρύπωσε για να κρυφτεί μέσα στο κακορίζικο μοιράδι όπου αγκωνάρι δεν στέριωσε ποτές. Το έκανε πέρσι το Κατερινιό, και όταν βγήκε ήταν ξέξασπρη σα σακολέβα˙ έκτοτε δε ματαλάλησε… Τα εξαμβλώματα που σε λαγούμια εκεί φωλιάζουν, κανείς δεν τα ομολογεί, και όποιος μέσα θε’ να μπει, ξεχνά τι πάει να πει το «φτου ξελευθερία»! Με τέτοια πράματα δεν κάνεις τον καραμπουζουκλή…


22

«Άσε τα γκομενιλίκια κι έλα να παίζουμε μπάλα!» φώναξε με τσαντίλα ο Θεολόγος. Λόγια σοφά που ξεχαστήκανε τ’ απομεσήμερο, όταν το Λενιό ανέβηκε στη χτιστή εξέδρα απέναντι απ’ τον Αη-Γιάννη κι εμείς πιαστήκαμε στα χέρια και στο πλακόστρωτο κυλιστήκαμε για το ρόλο του Ρωμαίου. Και ο παπα-Παρθένης μας πήρε στο κυνήγι.

23

Τ’ αλάνια της Νετιάς, οι καπετάν φασαρίες, από της Παναγιάς που μια σκουλοπεντρίδα τους κόστισε το πρωτάθλημα, όταν ο Σταυρής την επάτησε κι έχασαν τον καλύτερο γκολτζή τους παραμονή του τελικού με τους οξωσκαλιώτες, τις έχουν άχτι κι αμέτι μουχαμέτι να τις αφανίσουν. Κι επειδή στο λιμάνι σπανίζουν πια, πάνε στην Καλικατσού που ακόμα γίνεται χαμός. Με βίτσες τις βγάζουν από το νερό και τις τσιγκλάνε ενώ διπλώνονται στα βράχια. Με καθεμία, στοιχηματίζουν στον αριθμό των ποδιών της˙ όποιος πέσει πιο κοντά έχει το προνόμιο να την εκόψει στα δυο, κι αν κάποιος πέσει διάνα, οι άλλοι τον κερνάνε παγωτό. Όταν, δε, μάθανε πως και μόνο με το σάλιο σχίζονται στη μέση, το ρίξανε στα γέλια κα το φτύσιμο! Μέχρι ν’ ανοίξουν και πάλι τα σχολεία, θα έχουνε μάθει για καλά πώς με το σάλιο να διχοτομούν τον κόσμο στ’ αριστερά και δεξιά, μπρος-πίσω, γη και ουρανό…



24

Ψηλά στην Απαλωνιά, οι κυράδες μαζεύονται κάθε απόγευμα στον καράβολα και, καθισμένες σε χαμηλά σκαμνάκια, παραβγαίνουν στο βελονάκι, ανταλλάσουν μαγειρικές, καθαρίζουν φασολάκια και τσακίζουν κόκαλα. Άμα, δε, λάχει κάποιος τουρίστας να πάρει λάθος στράτα και καταλήξει στο λημέρι τους, τσακώνονται για το ποια θα τον πρωτοφιλέψει πουγκί απ’ τα χεράκια της και μερακλίδικο με ολίγη. Κι αφού φύγει με το καλό, τον στολίζουν χίλια-δυο και χαχανίζουν εν χορώ, με τις τσιρίδες τους ν’ αντηχούν στην κατηφοριά ίσαμε το Κονσολάτο! Όποιος βρεθεί στην γειτονιά κι ακούσει έναν απόκοσμο ήχο, κάτι μεταξύ σειρήνας και υλακής, καλά θα κάνει να φτύσει τρεις φορές στον κόρφο του, ειδικά αν είναι όμορφη κοπελιά, νια και παχουλοδροσάτη….

25

Οι μεγαλοκοπέλες του Σεπτέμβρη, μετά την Αποκάλυψη κατεβαίνουν στον καφενέ στον Πλάτανο για να ξεκουραστούν. Εκεί βουτάνε την τυρόπιτα τους στον ελληνικό, κοντράρονται για το ποια έχει τις πιο βαριές αρρώστιες και σχεδιάζουν την επόμενή τους εκδρομή˙ οι άγιοι τόποι είναι τόσοι πολλοί! Θα ’θελαν να ’ταν νιες απ’ την αρχή, λένε, όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά να… για να ’χανε το χρόνο και την ευλογία να τους προσκυνήσουν όλους! Κι ύστερα κάνουν το σταυρό τους για να συγχωρεθεί το ψέμα τους…

26

Το χωράφι στην Ελιά δεν αστράφτει πια˙ οι καινούργιοι ιδιοκτήτες πέταξαν όλα τα τζαμιλίκια. Μια ζωή μάζευε μπουκάλια ο Κυρ-Περικλής, κάθε πρωί έκανε κουπί μέχρι το λιμάνι, έψαχνε εδώ κι εκεί κι επέστρεφε αργά το βράδυ με τον μπότη του γιομάτο. Τ’ άφηνε πλάι στο παράκτιο σπιτάκι του, σε στοίβες που με τα χρόνια γίνηκαν βουνά! Μα πέθανε ο κυρ-Περικλής κι εμείς ποτέ δε μάθαμε γιατί το έκανε˙ αλλά εμάς μας έφτανε που τις κατάφωτες μέρες του Αυγούστου, αλάργα απ’ την Καλικατσού, ατενίζαμε μια χώρα μαγική! Και μάλλον… μάλλον αυτό θα ’τανε το γιατί…

27

Ο γέρος που πουλά καρπούζια κάθεται να πιει μια Μαλαματίνα. Λίγο πιο πέρα, δύο άγνωστοι αναψύχονται σε διπλανά τραπέζια: εκείνος σηκώνει τον καφέ του, τον φέρνει στα χείλη και ρουφά, αν και το φλιτζάνι έχει αδειάσει εδώ και ώρα˙σκυμμένη εκείνη, διαβάζει τις τελευταίες σελίδες μιας νουβέλας… κάτι για μια νοικοκυρά που παράτησε άνδρα, σκύλο και παιδιά, και κίνησε προς τον αφιλόξενο βορρά για να βρει το εαυτό της, μα τελικά συνάντησε μόνο ερημιά. Μπορεί να βρίσκονται στον ίδιο χώρο, αλλά ο καθένας τους υπάρχει σ' άλλο χρόνο, προσωπικό: ο δικός του είναι ένα κοτσύφι που πετά γύρω του χωρίς σταματημό, τον διαπερνά και απειλεί ανά πάσα στιγμή να τον καρφώσει στην καρδιά˙ ο δικός της ένα γρανιτένιο ανώφλι στ’ αζήτητα αρχαίου λατομείου. Απέναντι, ένα τάβλι κλείνει με θυμό. Ο ξαφνικός βρόντος τους τραβά σε μια κοινή στιγμή, μα τους πετά σε τόπους διαφορετικούς: εκείνον σ ένα πεδίο μάχης γεμάτο ηλιοτρόπια˙ εκείνην σ’ ένα παζάρι με μπαχάρια, τουμπελέκια και μεταξωτά. Εάν κατάφερναν να σμίξουν στον ίδιο χωροχρόνο, θα εγένετο θεάνθρωπος, και άλλη επιλογή δεν θα ’χε ο έρμος απ’ το να γίνει Γολγοθάς.

Πάει, αποφαγώθηκε κι αυτό το καλοκαίρι… Έχουν μείνει μόνο φλούδες από καρπούζι στο τραπέζι, μισοφέγγαρες με λίγη κόκκινη σάρκα ακόμα πάνω τους –λένε πως αυτό είναι το πιο γλυκό κομμάτι–, κουκούτσια παντού και μύγες… πολλές μύγες. Δεν κουνιέται φύλλο. Κι όμως, οι καλαμιές ψιθυρίζουν Σεπτέμβρη και ο Σεπτέμβρης με τα κιτρινισμένα δόντια φωνάζει περιπαιχτικά: «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!»

Ο γέρος που φτύνει προς τον ουρανό δεν έχει άλλον Αύγουστο να περιμένει...

28

Από το Μάη κυνηγούσαμε τη λευκή εφταλουτρού, στις ξερολιθιές, στις στέρνες και τις καλαμίες˙ πηγαίναμε γυρεύοντας για το δάγκωμά της, μα τζίφος… Δεν έχουμε ποτέ μας δει καμιά, μα οι παλιοί φιλούν σταυρό ότι υπάρχει! Λένε πως, αν σε τσιμπήσει, πονάει πιο πολύ κι από δράκαινα, μα φέρνει τύχη καλή για εφτά ζωές! Αν, όμως, κάποιος κάνει το λάθος και σκοτώσει λευκή εφταλουτρού, επέφτει πάνω του κατάρα, και τον εαυτό του στον καθρέπτη παύει πλέον ν’ αναγνωρίζει! Γι’ αυτό και βαδίζαμε με προσοχή ανάμεσα στα γαϊδουράγκαθα, μήπως και κατά λάθος πατήσουμε καμιά… αν κι όλοι μας ήδη θωρούμε στον καθρέπτη κάποιον άγνωστο… Μπορεί και να έχουμε ξεκάνει κάμποσες δίχως να το γνωρίζουμε˙ μπορεί να κρύβονται εκεί ψηλά, αθέατες στ’ ολόγιομο φεγγάρι που κάθε Σεπτέμβρη αφανίζουμε…



29


Κανείς από τους επισκέπτες δε ρίχνει δεύτερη ματιά στο πλέον αλλόκοτο αξιοθέατο του νησιού, το πιο μυστηριώδες: το στενό σοκάκι που χωρίζει τη μάνδρα του νεκροταφείου από εκείνην της μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Δεν οδηγεί παρά στο πουθενά, γι’ αυτό και τ’ ορφανό δρομάκι μένει πάντα έρμο… μ’ εξαίρεση κάποια νωχελικά απομεσήμερα του καλοκαιριού, όταν μαζευόμαστε εκεί να παίξουμε μήλα στη δροσερή σκιά του εργοστασίου. Μας αρέσει έτσι όπως η μπάλα αναπηδά από τοίχο σε τοίχο κι αλλάζει απότομα πορεία, ενώ το στριμωξίδι σ’ έναν χώρο τόσο στενό κάνει το παιγνίδι πιο δύσκολο, πιο συναρπαστικό. Δε χολοσκάμε ακόμα κι όταν η μπάλα πηδά τη μάνδρα, χάνεται στο νεκροταφείο και πρέπει να κόψουμε το παιγνίδι για να την ψάξουμε στα μουλωχτά˙ ίσα-ίσα που διασκεδάζουμε το κρυφτό με τον κυρ-Βαλάντη… άσε που πέφτουν και στοιχήματα σε ποιο απ’ τα μνήματα θα σταματήσει η μπάλα. Μα το χαίρεται κι ο ίδιος ο κυρ-Βαλάντης που, τάχατες φουρκισμένος, μας παίρνει στο κυνήγι. Συχνά μάλιστα, παρά το κακό του πόδι, αρπάζει εκείνος πρώτος την μπάλα και την κρατά για κάνα μισάωρο, μόνο και μόνο για ν’ ακούει τα παρακάλια μας! Αυτό που δεν χαίρεται διόλου είναι όταν, κάθε τόσο και λίγο, είναι αναγκασμένος ν’ ασπρίζει τις μουντζουριές στη μάντρα…

Άλλα πολλά δεν συμβαίνουν στο στενό σοκάκι, όμως φημολογείται ότι, στο παρελθόν, εκεί μαχαίρωσε ο Βρούτος τον Ιούλιο Καίσαρα, εκεί πρωτοφίλησε ο Ρωμαίος την Ιουλιέτα, κι εκεί σκαρφίστηκε ο Θερβάντες τον Δον Κιχώτη – αυτούς του δύο τελευταίους δεν τους ξέρω, αλλά κάποιοι σημαντικοί θα πρέπει να ’ταν... Αν βρεθείτε κάπου κοντά, ψάξτε το, γιατί στους τουριστικούς οδηγούς δε θα το βρείτε. Λένε πως, αν κάποιος, βράδυ Σεπτέμβρη δίχως φεγγάρι, σταθεί ανάμεσα στο βρυχηθμό της γεννήτριας και τη σιωπή του κοιμητηρίου, θ’ αφουγκραστεί φωνές να μαρτυρούν το μέλλον του.




30

Η συννεφιά έκατσε βαριά στον βαρβατο-Γιακουμή που γκαστρώνει ακόμα και γαδάρα στην ανηφοριά˙ ολάκαιρο καλοκαίρι και δε σταύρωσε τουρίστρια ούτε για δείγμα! Κάθεται ολημερίς στην ακρογιαλιά κι αγναντεύει˙ σκέφτεται να γίνει μοναχός… ή ποιητής. Η μάνα του τον βλέπει μα δεν χολοσκά, ξέρει πως ο κανακάρης της δεν στροφάρει και πολύ γοργά και, μέχρι να κατασταλάξει, θα έμπει η άνοιξη ξανά.





31


Υπάρχει ένα πλάσμα στο νησί που ανοίγει η ψυχή του όταν κλείνουν οι ουρανοί: ο Βροντής που έχει χάσει τη λαλιά του εδώ και χρόνια, μα του ’χει μείνει τ’ όνομα… Όσο οι άλλοι λιάζονται, εκείνος υποφέρει στο λιοπύρι, φορτωμένος απ’ την ανατολή ως τη δύση, και όταν λέμε στον μπαρμπα-Λιάκο να ξεκουράσει λίγο το ζωντανό, εκείνος απαντά πως οι γαδάροι μονάχα όταν δουλεύουν είναι πραγματικά ευτυχισμένοι… Λέει πως εκείνος ξέρει, και προσθέτει: «Να δείτε πόσο βαριέται, πόσο θλιμμένος είναι όταν τον παστουρώνω καταμεσής στο ξερολίβαδο! Αν είχε λαλιά, θα σας στο ’λέγε ο ίδιος!».


32

Χθες βράδυ είδαμε στ΄ ανοιχτά φωτεινούς σταυρούς, χτύπησαν οι καμπάνες κι αναστατώθηκε όλο το νησί... "Θαύμα" φώναζαν οι μισοί κι οι άλλοι μισοί "καταστροφή"! Και οι μεν και οι δε έπεσαν στα γόνατα και αρχίνισαν τα «Κύριε Ελέησον»! Και όταν μπούκαρε το θαύμα, έδεσε η καταστροφή...


33

Να γινόταν ένας ιβίσκος να έφτανε για ν’ ξεκουραστεί το κόκκινο! Τσούζουν τα μάτια των παιδιών από τα μακροβούτια, τα λιοκαμένα κορμιά των κοριτσιών. Στα σύκα άνοιξαν πληγές και στα τραπεζομάντηλά μας απλώθηκε ξινό κρασί. Το ηλιοβασίλεμα ξέρασε το χθες και το φεγγάρι ολόγιομο μας έφερε κακά μαντάτα. Οι αχινοί τρυπούσανε κι έκοβαν οι καρδιές όσο χτυπούσαν. Ξεφλούδισε κι η άσπρη, φερ φορζέ κούνια στον κήπο και φάνηκε σκουριά. Μα πώς να φτάσει ένα ιβίσκος για να ξεπλύνει το αίμα ενός καλοκαιριού;


34

Προγκίξανε τα χιμαρίδια απ’ τα ψηλά γκρεμνά και έστησαν σαλόνια περιωπής. Να ’ναι καλά τα έρημα ξωκλήσια που έχουνε κατσικωθεί στα πιο όμορφα αγνάντια! Απ’ όλους πιο ευλαβικά, τα προσκυνούν οι άπιστοι˙ για τα σκοτίδια που εκχωρούν στα χερσοτόπια όπου ο ήλιος αλωνίζει.


35

Με αλεγρία απλώθηκε η ερημιά όλο το καλοκαίρι στο προαύλιο του σχολείου, η σιγαλιά στ’ απάτητο πλακόστρωτο. Εμείς λείπαμε, κάναμε εντατικά μαθήματα στις ορθοπεταλιές, στο σουλάτσο, το σημάδι και τις παγαποντιές˙ μα όλα αυτά κομμένα από αύριο του Σταυρού… Από αύριο μετά τον αγιασμό… πίσω στο ένα κι ένα κάνουν δυο, στον ενεστώτα, την προστακτική, το πλην και το κουτσό… με κοχύλια στις τσέπες θαμμένα και άμμο ακόμα μέσα στα παπούτσια! Κι ο Σώζος ο τσευδός και παρλαπίπας θα σφυρίζει και θα λέει τραγουδιστά, πάλι και πάλι και ξανά: «Τον Αύγουστο όρτσα τα πανιά και ψάρευε, μα του Σταυρού, σ' απάγκιο σταύρωνε και δένε...».

36

Το παιδί που εύχεται στο πεφταστέρι, δεν ξέρει για πού το ’βαλε το φως κι από πού έρχεται. Ο μπόμπιρας που απ’ τα βράχια ρίχνει πετονιά, δεν ξέρει η αιχμή του αγκιστριού στη σάρκα πώς γλιστρά. Και το κορίτσι που στην αμμουδιά ηδυπαθώς ποζάρει, δεν ξέρει πάνω της όταν κολλά η άμμος τι προβάρει… Κάνε Θεέ μου να μην μάθουνε προτού χαθεί το καλοκαίρι…

37

Στα ογδονταπέντε του, πάει δε πάει, όμως κάθε μέρα περνά τουλάχιστον μία φορά απ’ το παλιό ιταλικό κτίριο που στεγάζει την αστυνομία, το ταχυδρομείο και το τελωνείο. Στην τοξωτή στοά με τον απόκοσμο αντίλαλο, στηρίζεται στο «π» του και χτύπα τα πόδια δυνατά όπως τότε που ήταν παιδί, αν και ο ίδιος δεν ακούει τίποτα πια, εκτός από τον χάρο που κοντοζυγώνει. Οι θαμώνες της πλατείας τον έχουν μάθει και, όταν τον βλέπουν να σείεται με σπασμούς, δεν τρέχουν πια με την ελπίδα να χρησιμοποιήσουν επιτέλους τον απινιδωτή που κάποιος έστησε εκεί – ένας θεός ξέρει ποιος και γιατί… Μόνο οι τουρίστες τσιμπάνε ακόμα, κι εκείνος ξεκαρδίζεται…

Ο μαστρο-Σιδερής λέει πως εφέτος θα την κάνει, συγκεκριμένα του Σταυρού, μα δεν θα χρειαστεί τον απινιδωτή. Στην κούτρα του, λέει, θα πέσει η πινακίδα που εύχεται στους τουρίστες να χαρούν τις ομορφιές του νησιού μας και τους ζητά να σεβαστούν τις παραδόσεις μας… Στην νεκρώσιμη ακολουθία θα είμαστε όλοι εκεί και ο καθένας θα κηδεύει κι από κάτι δικό του…


38

«Μαμά, κοίτα!» φώναξε o Μικρός Νικόλας, έκλεισε τη μύτη και βούτηξε, μα έκανε ώρα πολλή και, μέχρι ξανά ν’ αναδυθεί, η ψυχή της πήγε στην Κούλουρη. Κάθε φορά που η σκηνή επαναλαμβανόταν, εκείνη ανησυχούσε όλο και λιγότερο… Ούτε που κατάλαβε πως το καμάρι της εξασκούσε σώμα και ψυχή για τη μέρα που μ’ ένα μακροβούτι θα χαθεί μακριά… Αλλά έχουμε καιρό γι’ αυτά…

39

Λίγο-πολύ, όλοι αγιάζουμε σε τούτο το νησί. Κάτι η αρμύρα, κάτι η ερημιά, κάτι ο χερσότοπος και κάτι η Μονή, όλοι μας κάποια στιγμή κοιτούμε το Θεό κατάματα, όμως εκείνος κοιτάει αλλού… Κι όταν ανοίγουμε τους τάφους μας, μοσχοβολά ο θάνατος, μα με το τόσο μύρο, οι μύτες μας έχουνε καεί… και τους βασιλικούς τους χαϊδεύουμε μονάχα για να διώχνουν τα κουνούπια…

40

Τη Λάμπη που θυμόμαστε, εκείνην που κάποτε κελαρυστά τον Κερασάρη εξυμνούσε, καλά θα κάνουμε να την ξεχάσουμε˙ τώρα πια σείεται και βροντά και τον Σταυρίτη συλλαβίζει. Τόσο πολύ την αγαπούσαμε, που για να την πατούμε ακόμα και στο καταχείμωνο, φτιάξαμε απ’ τις πέτρες της βοτσαλωτά, ενώ κάθε επισκέπτης έφευγε μαγεμένος και μ’ ένα τσουβαλάκι. Βάλαμε πινακίδα, αλλά ήταν πλέον αργά˙ οι πολύχρωμες πέτρες είχαν ήδη αφανιστεί, τουλάχιστον οι πιο μεγάλες και φανταχτερές. Ο Γιώργης λέει πως δεν τις ξεβράζει η θάλασσα, όπως θαρρούμε, αλλά πως έρχονται απ’ το βουνό. Λέει πως μπορούμε να τις ξαναφτιάξουμε, αρκεί μόνο να σκάψουμε… Όμως εμείς ούτε που να τ’ ακούσουμε, εμείς το έχουμε προτιμητό στην ακροθαλασσιά να κάνουμε καρτέρι… και πού και πού να ρίχνουμε καμιά ματιά σε κάνα βότσαλο πάνω στο κομοδίνο… Κι έτσι, βερνικωμένη κι άνυδρη τη Λάμπη να θυμόμαστε…





41

Στις μπουνάτσες, ο Γιαννιός δεν βγαίνει ποτέ απ’ το φτωχικό του πλάι στη θάλασσα στις Λεύκες… μα ούτε και στις φουρτούνες. Μόνο στις φουσκοθαλασσιές πάει μέχρι το λιμάνι και κάθεται στον καφενέ. Μονολογεί για το ένα ή το άλλο, αργά, συλλαβιστά, τονίζοντας εξίσου την κάθε συλλαβή. Εκτός απ’ τις φωτογραφίες των γερόντων στους τοίχους, κανείς δεν δίνει σημασία σε ό,τι έχει να πει˙ λένε πως έχει έλλειμμα ψυχής. Όμως τα βράδια, μόνος στο σπίτι του ο Γιαννιός, στη θάλασσα τραγουδά σαν καρδερίνα και φοίνικας μαζί…


42

Τα καλοκαίρια δεν μιλούμε για θάνατο ποτέ: για τα χταπόδια που κρεμάσαμε με τάξη στο σχοινί και τα μπλουζάκια με τις στάμπες που ξεθώριασαν κι έγιναν ξεσκονόπανα˙ για τις παχιές τις μαύρες μύγες πάνω στις καρπουζόφλουδες και τα κουνούπια που μαγεύτηκαν απ’ το βαθύ γαλάζιο και τσιτσίρισαν˙ για τα σύκα που έπεσαν στο χώμα κι αμάζευτα σάπισαν εκεί˙ για τα οικόπεδα που άλλαξαν χέρια και τα χέρια που άλλαξαν πετσί˙ για τις βάρκες που έμπασαν νερά και τις ταμπέλες μαγαζιών που δεν υπάρχουν πια… Διαφορετικά, τι θα ’χαμε να λέμε σαν θα ’μπαινε η πρώτη του Σεπτέμβρη;




43


Το τελευταίο μας μακρύ ταξίδι, εμείς δεν το κάμουμε εγκιβωτισμένοι, μήτε με χώμα πλακωμένοι˙ μ’ ένα σεντόνι μας ξαπλώνουνε σε μνήματα ρηχά και χτίζουν από πάνω. Παλιά το ξύλο ήταν δυσεύρετο και τσουχτερό, κι έτσι μας έμεινε συνήθειο… Τότενες, ίσαμε το νεκροταφείο, μας τσούλαγαν σε μια λιτέρα με ρόδες, μα τώρα έχουμε μία κάσα και μοναδική για όλο το νησί, μακριά και παχουλή να μας χωράει ούλους˙ εκτός απ’ τον λέλεκα τον Γιακουμή που έφτασε με το καπάκι μισάνοιχτο κι απ’ όξω τις πατούσες… Έτσι, αν λάχει και θελήσουμε το κατιτίς να πούμε, από τους γάτους που ’χουνε εφτά ζωές, τουλάχιστον ν’ ακουστούμε!




44


Έστειλε ο μπαρμπα-Διαμαντής από το Μίτσιγκαν δολάρια για το εκκλησάκι που ’χε τάξει στη Μεγαλόχαρη. Μα τ’ ανίψια του έφαγαν ούλο τον παρά στην ντόλτσε βίτα μέσα σ’ ένα και μόνο καλοκαίρι! Κι έτσι έκριναν πως τον ετιμήσαν, αφού ο θειος τους, αν κι είχε μπαρκάρει αμούστακο παιδί, τα λεφτά του τα έκαμε τελικά με νάιτ κλάμπ και στριπτιτζάδικα. Και το Σεπτέμβρη, για ξεκάρφωμα, εστήσανε κι ένα εικονοστάσι της κακιάς ώρας, τσίγκινο και τόσο δα εκεί όπου έπρεπε στη Συκαμιά! Έτσι κι αλλιώς, λένε, σε τούτον το βραχότοπο τα εξωκλήσια είναι κι απ’ τις ψυχές περσότερα…




45


Όλο το καλοκαίρι παράβγαιναν στα καλαμάρια˙ ο Μανωλιός με το ξύλινο καυτερό του παππού του κι ο Θεοδόσης μ’ ολοκαίνουργιο, με μπαταρία και λαμπάκι! Στο τέλος κέρδισε ο Θεοδόσης… με διαφορά! Όμως του Μανωλιού ήταν πιο νόστιμα… ή, έστω, έτσι του λέγαμε…



46

Οι χειμώνες μας μοναχικοί˙ ξεκούραση, πιοτό και πρέφα… και καρτέρι, ν’ ανοίξει πάλι ο καιρός και να επιστρέψουν οι παραθεριστές! Όμως αυτοί που έρχονται, ποτέ δεν είν’ εκείνοι που επιθυμούμε, κι έτσι τη μοναξιά και πάλι νοσταλγούμε… και πάει λέγοντας… και λέγοντας… και ξαναλέγοντας…


47

Κάποια στιγμή μες στον Σεπτέμβρη, όλοι στο νησί θα έχουμε το ίδιο όνειρο. Μέσα στον ύπνο μας θα δούμε ότι κοιμόμαστε και ξαφνικά θ’ αρχίσουμε να αιωρούμαστε! Θα σταματήσουμε ένα μέτρο πάνω απ’ το στρώμα με τα χέρια εκτεταμένα… Κι έτσι μετέωροι θα παραμείνουμε μέχρι να ξυπνήσουμε, μουδιασμένοι, με μία αίσθηση μήτε χαράς μα μήτε λύπης, και δίχως να θυμόμαστε το παραμικρό. Γιατί αν θα θυμόμασταν το όνειρο, θα αναγνωρίζαμε πως το μοιραζόμαστε και τότε… τότε κάτι θα άλλαζε…




48


Κάναμε και τις τελευταίες μας βουτιές… Τελείωσαν οι μέρες που μιλούσαμε πολύ, μα τίποτα δε λέγαμε… πάνε πια! Τώρα θα έρθουνε οι νύχτες της απανταχού σιωπής˙ δύσκολες νύχτες… μα όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Οι γρύλοι που σιγόνταραν των άστρων τη μαρμαρυγή, έχουνε ήδη κρυφτεί μέσα στα στρώματά μας, ανάμεσα στις σούστες παρέα με τη σκουριά και τα αγιόγκαθα, και από εκεί τριζοβολούν τις αϋπνίες μας κάθε που αλλάζουμε πλευρό. Γεμίσαμε και κηδειόσημα, μα τα αλάνια θα συνεχίσουν να τα ξεκολλούν, σαΐτες να τα κάνουν, αν και δεν έχουμε πια σινεμά να τις καρφώνουν πάνω στο πανί. Και όπως θα ’ρθουνε θα φύγουν, με «δόξα τω Θεώ», «φύλαγε Παναγιά» κι αμφίβολα ταξίδια˙ εμείς γαλουχηθήκαμε σε εκκλησιές μ’ άπλετη θέα και άβολα στασίδια… Μα όλα γίνονται για κάποιο λόγο… στο λόγο μου!

49

Ανήμερα του Αγίου Θεολόγου, στις 26 του Σταυρίτη ξεστήνουμε τα οπαλάκια του καλοκαιριού˙ ο χειμώνας είναι αρκετά σκληρός δίχως τις κούνιες να κρέμονται απ’ τ’ αρμυρίκια μοναχές…


- Πάτμος, Σεπτέμβρης 2020 -

130 views0 comments
© Copyright
bottom of page