top of page
Search

Ανήκεστο Ίχνος • Ιωάννης Μουχασίρης



Η πέτρα προσγειώθηκε καταμεσής στον ήλιο μέσα σε κοριτσίστικες τσιρίδες. Μια ξανθιά τσαπερδόνα με κοτσιδάκια παραμέρισε τις υπόλοιπες και στάθηκε μπροστά στην κλίμακα από άσπρη κιμωλία πάνω στο οδόστρωμα. Ξεσκόνισε το κίτρινο φουστάνι της επιδεικτικά λες κι ήταν κάποιο γούρι, στάθηκε στο δεξί άσπρο της λουστρίνι και, αφού πήδηξε στο «ένα», πέρασε με τη χάρη μπαλαρίνας απ’ όλα τα νούμερα μέχρι το δέκα το καλό, δίχως να πατήσει γραμμή πουθενά. Εκεί στην κορυφή, κλώτσησε την αμάδα έξω απ’ τα όρια κι επέστρεψε με τον ίδιο τρόπο στην αφετηρία επιτυχώς.


Μια μουγκή απογοήτευση απλώθηκε στις συμπαίκτριές της, όμως δεν συγκρινόταν μ’ εκείνην που πότιζε απ’ την κορφή ως τα νύχια την πιτσιρίκα που καθόταν κατσουφιασμένη πιο πέρα σε απομόνωση, στο χαμηλό πεζούλι της εκκλησιάς απέναντι, με τα χέρια σταυρωμένα στους αγκώνες και τη συνοφρυωμένη της ματιά να καρφώνει επίμονα την κοριτσίστικη παρέα. Αρχικά βρήκα τον ιστριονισκό της ύφος χαριτωμένο, όμως το χαμόγελό μου κόπηκε απότομα, όταν πρόσεξα ότι, ενώ το δεξί της πόδι πατούσε στο έδαφος, το αριστερό κρεμόταν στον αέρα… Ήταν κομμένο ανάμεσα στο γόνατο και τον αστράγαλο, τη δε άκρη του κάλυπτε μια κάλτσα στο χρώμα του δέρματος!


Με έπιασε το ψυχοπονιάρικό μου και την πλησίασα για να την παρηγορήσω. Τι το ’θελα! Με το που την ρώτησα τι της συνέβαινε, εκείνη ξέσπασε σ’ έναν συνεχή λυγμό που αυξομειωνόταν σε ένταση κι άλλαζε τόνο σα σειρήνα ασθενοφόρου, ενώ τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν ποτάμια. Εγώ τα έχασα… Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν να ψάξω στις τσέπες μου μήπως και ψαρέψω κάτι για να της αποσπάσω την προσοχή απ’ τη σκοτούρα της. Βρήκα δυο-τρεις άχρηστους αναπτήρες, μερικές βίδες και διάφορα τσαλακωμένα χαρτάκια. Βρήκα κι ένα προφυλακτικό, μα το έκρυψα αμέσως. Ένα χρυσό μεγάλο κουμπί μου έδωσε κάποιες ελπίδες, μα εκείνη χαστούκισε το απλωμένο μου χέρι και το κουμπί κατρακύλησε στο δρόμο. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να ’χα πάρει το τσολιαδάκι απ’ τους σουμιέδες… όμως γρήγορα κατάλαβα ότι, κουτσό κι αυτό, θα ήταν σκέτη καταστροφή.


Κάποια στιγμή, διέκοψε το αναφιλητό της για να μου ομολογήσει με πνιγμένη, παραπονιάρικη φωνή: «Δε με παίζουν… δε με παίζουν επειδής… επειδής… πάντα τις κερδάω!»… και πήρε πάλι μπρος. Θυμήθηκα τις ξακουστές γκριμάτσες μου που πάντα έπιαναν σε στιγμές αμηχανίας. Άρχισα να τις ξεδιπλώνω μία-μία, όμως, όσο επέμενα, τόσο το ουρλιαχτό δυνάμωνε. Ήθελα να την κάνω τρέχοντας προτού σπάσουν τα τύμπανά μου, μα δίσταζα˙ θα ’ταν γρουσουζιά να ξεκινήσει η μέρα με μια εγκατάλειψη…


Ξάφνου, ο θρήνος κόπηκε μονομιάς. Εξίσου απότομα, η θλίψη μετατράπηκε σε ζοχάδα κι η γλώσσα της άρχισε να πηγαίνει ροδάνι: «Κι όλο αλλάζουν τους κανόνες οι ζαβολιάρες, γιατί είμαι η καλυτερότερη και σκάνε απ’ τη ζήλεια τους! Ναι, ναι! Μια λένε πως πρέπει να πατώ στα διπλανά τετραγωνάκια με τα δύο πόδια κι εγώ γέρνω, γλιστρώ και πέφτω, και μια πως πρέπει ν’ αλλάζω πόδι και γκρεμοτσακίζομαι. Και το ’πα στη μαμά και μου ’πε πως είναι μάγισσες! Το ’πα και στον μπαμπά και μου ’πε πως είναι… καριόλες! Ναι… αμέ! Το ’πα και στο θείο Σώζο και είπε πως θα τους κόψει τα πόδια!».


«Αυτό θα έφερνε μια κάποια ισορροπία…» συλλογίστηκα. Μα δεν κατάφερα να συγκρατήσω τα χάχανα… κι η φιλενάδα μου… πίσω στο χαβά της! «Δείξ’ τους» μοιρολογούσε κι οδυρόταν… ξανά και ξανά… και ξανά! Και φυσικά, παρ’ όλη την καλή μου προδιάθεση να υπερασπιστώ τον οποιονδήποτε κατατρεγμένο, δεν θα έχωνα τη μύτη μου ποτέ σε γυναικείες υποθέσεις, αν δε φώναζε με το χέρι σηκωμένο προς την κατεύθυνση της πριμαντόνας με τα κοτσιδάκια: «Κι αυτή… μου πέταξε μια πέτρα και μου ’σπασε το καινούργιο μου δοντάκι!».


Ένα τσούξιμο απλώθηκε στις πατούσες μου και ζητούσε επιτακτικά να το ερεθίσω ακόμα περισσότερο… ή κάπως να τ’ απαλείψω. Έτρεξα απειλητικά προς τις ζαβολιάρες. Εκείνες με πήραν χαμπάρι αμέσως, μα πριν προλάβουν να κάνουν στην άκρη, έσπρωξα δυνατά την αρχικαριόλα με τα κίτρινα που σωριάστηκε μυξοκλαίγοντας. Μάζεψα τις αμάδες απ’ το δρόμο και μία-μία τις πέταξα μακριά.… στα κουτουρού. Κάποιο τζάμι ακούστηκε να σπάει. Αυτό ήταν το σινιάλο για χορό. Άρχισα να σέρνω τα πόδια με υστερία, προσπαθώντας να απαλείψω τις γραμμές από κιμωλία, τα τετράγωνα και τους αριθμούς. Μα το ίχνος τους επέμενε κι εγώ συνέχιζα, πέρα-δώθε, μπρος-πίσω… και γκάριζα στον αέρα: «Βγάλ’ τες ρε αν σου κοτάει! Για να σε δούμε και σένα ξυπόλητο!». Τα διαολάκια γελούσαν! Μαζί τους και η φιλενάδα μου.


Δεν ξέρω πόσην ώρα παραληρούσα μαινόμενος, προτού με ξυπνήσει με ένα άγγιγμα στον ώμο ο παπάς απ’ το εκκλησάκι. «Ηρέμησε, τέκνο μου…» ψιθύρισε. «Τι σου φταίνε τα παιδάκια; Και το μονόλοβο της Παναγίτσας;» Εγώ έπεσα στα γόνατα κι άρχισα να του φιλώ το χέρι αντανακλαστικά, σαν να ’μουν πνεύμα κι εκείνος ο μεγαλύτερος άπιστος στη γη – στο μαύρο ράσο κάθε ευλάβεια χάνει τον προσανατολισμό της. Οι σουσουράδες διαλύθηκαν. Έτρεξαν σπίτι για να πουν τι είχε συμβεί˙ πιο γρήγορα απ’ όλες η κουτσή μου φίλη. Δεν είχα ακόμα φτάσει καν στα μέσα της ευθείας…



Απόσπασμα από το πεζό ενδογράφημα "Η Αποκάλυψις του Ιωάννου Μ.".

22 views0 comments
© Copyright
bottom of page