top of page
Search

Γυρνώντας τα νερά μέσα • Δημήτρης Αλιμπέρτης


Κάθε διαμέρισμα στις μεγάλες πόλεις έχει τη δική του μυρωδιά που -όχι άδικα- δεχόμαστε ότι διαμορφώνεται από την οσμή των εκάστοτε κατοίκων. Τα πολύ παλιά σπίτια στην επαρχία, παρουσιάζουν μια σπάνια αυτάρκεια που στις πόλεις τη λένε έπαρση. Το φθινόπωρο με την πρώτη βροχή, οι επικλινείς τους στέγες ξυπνάνε και ξεπλένονται μετά από πολλούς μήνες. Στη συνέχεια, οι ιδιοκτήτες καλύπτουν την απόληξη της υδρορροής, γυρνώντας έτσι τα νερά μέσα στη στέρνα, που βρίσκεται ακριβώς κάτω απ’ το σπίτι.


Το μόνο που ζητάει ο Ιησούς της επαρχίας από τους πιστούς, είναι να κάνουν λίγη υπομονή μέχρι να πεθάνουν. Μετά, θα τ’ αναλάβει όλα Εκείνος. Δεν μπορεί να υπάρχει κάτι που έκανε ο Ιησούς και δεν μπορούν να κάνουν οι υπόλοιποι. Ιδίως αυτοί που έχουν συνηθίσει το χειμώνα να περπατάνε καθημερινά πάνω στο νερό της στέρνας.


Λένε ότι μετά τον 16ο αιώνα στις Κυκλάδες, τα χωριά χτίζονταν αποκλειστικά σε ορεινές περιοχές για την αποφυγή των πειρατών. Το ουσιώδες όμως πάντοτε ήταν η πειθαρχία στη ροή του νερού και κατ´ επέκταση στη δίαιτα των ανέμων. Γι´ αυτό και οι παλιοί Έλληνες ήταν νεροσεβούμενοι. Απόδειξη, το πόσο ακριβολογούν οι πλάκες στα μονοπάτια, κατά την τήρηση των ρύσεων. Οι πλάκες πάντα γνωρίζανε πόση βροχή να κρατήσουν, και όχι μόνο δεν εναντιώνονταν στο νερό αλλά βασίζονταν στην προσάρτησή τους απ’ αυτό. Έτσι, βοηθούσαν την τοπική κοινότητα να θυμάται μόνο ό,τι είναι σημαντικό. Το οριστικό πέρασμα από την κοινότητα στην κοινωνία και από κει στην επικοινωνία, κατέδειξε ότι η συναλήθευση όλων αυτών ήταν πλέον αδύνατη. Η επικάλυψη από το τσιμέντο και η τόσο βίαιη ενυδάτωσή του, επιτάχυνε την πορεία των όμβριων υδάτων στη θάλασσα. Η απρόθυμη απορροφητικότητα του σκυροδέματος, επέφερε το τέλος της συλλογικής μνήμης και την εύρεση της ατομικής ευθύνης. Κάτι που λίγο αργότερα ονομάστηκε ατομοκρατία.


Ο μόνος οντολογικά έγκυρος τρόπος πλεύσης είναι το ναυάγιο. Μια μοίρα που συνειδητά, μόνο κάποιοι νεαροί καλλιτέχνες και οι καθ´ εκάστην χαροκαμένοι ποιητές, μπορούν να επωμιστούν. Αυτοί μόνο αναγνωρίζουν στη μυρωδιά των παλιών σπιτιών, όχι ανθρώπους αλλά την ανάμνηση του νερού. Γι’ αυτό βρίζοντας τη νέα τέχνη είναι σαν να εκδικείσαι τα παιδιά που σκέφτονται να κάνουν τα εγγόνια σου.


Τη ρύση, οι παλιοί την έλεγαν και λύτρωση. Αυτήν αναζητούσε ο Ηράκλειτος στα ποτάμια, που από τότε κιόλας είχαν πάψει να έχουν νερό. Τη λύτρωση και ό,τι είχε απομείνει, απ’ τις ξεχασμένες αποικίες της υγρασίας.

63 views0 comments
© Copyright
bottom of page