top of page
Search

Η δίκη • Δημήτρης Αλιμπέρτης


Στις μέρες μας είναι σχεδόν αδύνατο να δώσει κάποιος έναν έγκυρο ορισμό για τις έννοιες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Η ηλεκτρονική δημοσιογραφία και η διαφήμιση που δίνουν τον τόνο, αναγνωρίζουν μόνο την ελευθερία «από» και την έξωθεν απονομή δικαιοσύνης. Σ’ αυτήν την πνιγηρή αιτιότητα, ούτε λόγος για ελευθερία «για να» και εν ζωή δικαίωση.


Ο μεγαλύτερος συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής υπήρξε ο Bernard Herrmann. Άριστος γνωστής των εν τη γενέσει σύγχρονων ρευμάτων, της σοβιετικής αλλά και της αυστριακής σχολής στην ενορχήστρωση. Επίσης ήταν φανατικός υποστηρικτής του Ives. Έζησε σε μερικά από τα αυταρχικότερα καθεστώτα της εποχής, όπως τα στούντιο της Paramount και του CBS, επιβάλλοντας ένα απόκοσμο όσο και αδιάλλακτα έντιμο γούστο. Συνολικά, ένας σπάνια ακέραιος άνθρωπος, ο οποίος καθημερινά είχε να αντιπαρέλθει την ασφυκτική άγνοια περί μουσικής που χαρακτηρίζει τους περισσότερους σκηνοθέτες. Παρόμοια προβλήματα ουσιαστικής ελευθερίας, σίγουρα θα είχαν να διηγηθούν ο Nino Rota και ο Kurt Weill.


Ίσως να είναι τελικά και η τόση δυσχέρεια που κάποτε φέρνει την καθολική αποδοχή και το δίκαιο θρίαμβο. Τι να τον κάνουν όμως τον ξέφρενο έπαινο, αφού δεν συνοδευόταν από παραγγελίες από κάποια μεγάλη ορχήστρα ή έστω ένα κουαρτέτο; Τι αξία έχει να δικαιώνεται κάποιος, αν το σώμα των ενόρκων απαρτίζεται από βιαστικούς φοιτητές; Ιδίως αν η δικογραφία μοιάζει να ολοκληρώνεται κατά τη διάρριψή μας στον κόσμο. Όλοι αυτοί, προσπάθησαν κατά καιρούς να απευθυνθούν στο κοινό της «σοβαρής» μουσικής, γράφοντας συμφωνία (Herrmann), όπερα (Weill) ή μουσική δωματίου (Rota). Τα αποτελέσματα όμως ήταν εξ ολοκλήρου αμήχανες εκτονώσεις ή ξαναδουλεμένες εμμονές, έστω κάποιου επιπέδου.


Μόνο ο ένας από τους τρεις μπόρεσε κάποτε να γράψει «κλασική μουσική» και αυτό έγινε μια φορά. Ήταν ο Bernard Herrmann στο τελευταίο πλάνο του «ψυχώ» που στερέωσε από μνήμης το κλίμα από τα πρώτα μέτρα του «Music for Strings, percussion and Celesta» του Bela Bartok. Πρέπει να το κατάλαβε κι εκείνος ότι τα κατάφερε, όταν είδε εντέλει το χαμόγελο του Anthony Perkins. Σιγουρεύτηκε όμως, όταν λίγο αργότερα είδε και το χαμόγελο της μητέρας του «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της Θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

46 views0 comments
© Copyright
bottom of page