top of page
Search

Θανάτω Θάνατον Πατήσας • Ιωάννης Μουχασίρης



Είχε ξεχάσει να φέρει λαμπάδα μαζί του˙ για τούτο –όπως και για τόσα άλλα– φρόντιζε πάντα εκείνη. Εισήλθε στο ναό δίχως να κάνει το σταυρό του˙ του έφτανε που κουβαλούσε τον δικό του. Έριξε ένα νόμισμα στον κουμπαρά και πήρε ένα μικρό κεράκι. Έκανε να βγει, μα κοντοστάθηκε… Έριξε άλλο ένα νόμισμα και πήρε και δεύτερο κερί, ένα για τον ίδιο κι ένα για ’κείνην που έλειπε, που χάθηκε με δυο ξερές, κοφτερές κουβέντες: «Δεν έχω πια άλλο φως για σένα...».


Περίμενε μόνος στο περίαυλο της μονής, πλάι στο χτιστό καντηλέρι, εκεί που κάθε χρόνο τέτοια μέρα συνήθιζαν να στέκουν οι δυο τους χέρι-χέρι. Με το «Δεύτε λάβετε φως...», εξήλθαν οι πιστοί ακολουθούμενοι από τον ιερέα. Το Άγιο Φως το έλαβε από ένα κορίτσι που της έμοιαζε, όπως εκείνη ήταν τότε, όταν δύο δεκαετίες πριν την είχε πρωτογνωρίσει... όχι όμως κατ’ ανάγκην στα χαρακτηριστικά ένα προς ένα, αλλά μ’ έναν τρόπο αδιευκρίνιστο, απροσμέτρητο.


Κρατούσε τα δύο κεράκια σφιχτά κολλημένα το ’να στ’ άλλο, με τα χέρια χωνί γύρω απ’ τη φλόγα, έτσι προστατεύοντάς την απ’ τον δυνατό αέρα. Το λιωμένο κερί έσταζε και μαζευόταν στις φούχτες του, αλλά εκείνος ούτε που το ’νοιωθε.

Δεν σιγόνταρε τους υπόλοιπους στην Αναστάσιμη προσευχή˙ αν άνοιγε το στόμα του, το μόνο που θα ’βγαινε θα ’ταν μια παράτονη οιμωγή. Έσκυψε πάνω απ’ το καντηλέρι κι έχωσε στην άμμο τα δύο κεράκια που ’χαν πια ενωθεί. Αντίθετα μ’ όλα τα υπόλοιπα τριγύρω τα οποία –έτσι μοναχικά όπως έστεκαν– είχαν σβήσει, τα δικά του αντιστέκονταν στον αέρα... τρεμόπαιζαν, μα επέμεναν. Κι όταν το ένα λιποψυχούσε, στιγμιαία παραδομένο στις ξαφνικές ριπές του ανέμου, αμέσως έπαιρνε και πάλι φως απ’ το ταίρι του και θέριευε ξανά. Με νοτισμένη ματιά, τα παρακολούθησε ενώ εκείνα μάζευαν... Έμοιαζαν να βυθίζονται σφιχταγκαλιασμένα. Μέχρι που το υλικό τους σώθηκε κι η φλόγα τους τρύπωσε μέσα στην άμμο.


Γνώριζε καλά πως ό,τι είχε διαδραματιστεί στο καντηλέρι –το οποίο έτσι περίκλειστο όπως ήταν από τις τρεις πλευρές φάνταζε σαν σκηνή κουκλοθέατρου– δεν ήταν παρά μια απλή έκφραση των ψυχρών, τέλεια ασυγκίνητων νόμων της φυσικής, κενών από συμβολικές προεκτάσεις, από απόκρυφες συνάψεις με οτιδήποτε απ’ όλα όσα ο ίδιος είχε μάθει ν’ αντιλαμβάνεται ως ζωή. Ωστόσο, προτίμησε να χαθεί στην αυταπόδεικτη προσωπική του χασμωδία, με οδηγό τον υπέρτατο κανόνα της δικής του ατελούς φύσης, ο οποίος όλους τους άλλους αναιρεί και με παιδική θρασύτητα συρράπτει άπαντα τα φαινόμενα και τ’ αφανέρωτα με νήματα που ξετυλίγονται από τον αφαλό – χορδές παλλόμενες, μια σε φανφάρες απ’ αυτές που οι φαντάροι τραγουδούν όταν κινούν για το μέτωπο, και μια στα μοιρολόγια που ξεροκαταπίνουν όταν πια τσακισμένοι επιστρέφουν.


Λίγο προτού ποίμνιο και ποιμένας εισέλθουν και πάλι στο ναό, το κορίτσι που της έμοιαζε, που κερί δεν ήταν μα σαν κερί φλεγόταν, τον πλησίασε, τον φίλησε στο μάγουλο το μουσκεμένο κι ευχήθηκε: «Χριστός Ανέστη!».


«Αληθώς ο Κύριος!» απήντησε εκείνος... Κι άναψε ξανά από την φλόγα της.


57 views0 comments
© Copyright
bottom of page