Κύριε Ελέησον • Ιωάννης Μουχασίρης
- Ioannis Mouhasiris
- Jun 14, 2020
- 1 min read

Υπάρχει μια μάνα που πλένει ολημερίς και σιδερώνει λέξεις. Το μονάκριβό της αγόρι τις παίρνει, τις μασά και τις φτύνει τσαλακωμένες, μέσα στις μουτζούρες και τα φλέματα. Ο δε πατέρας, όπου κι αν πετύχει το γιο του, τον παίρνει στο κυνήγι με μια βίτσα στο χέρι. Από το στόμα του, λέει, δεν βγαίνουν παρά βρωμιές.
Κανένας δεν γνωρίζει την ύπαρξή τους, μα όλοι προσπαθούν να τους ξεχάσουν˙ αυτό κάνουν οι εραστές όταν φιλιούνται, οι κουκουλοφόροι όταν κατεβάζουν τη βαριοπούλα με δύναμη πάνω στις τζαμαρίες και οι γιαγιάδες όταν αρχίζουν τις σταυροβελονιές. Μονάχα το οικογενειακό τους πορτρέτο, μια καμένη, κάτασπρη φωτογραφία μικρή σαν διαβατήριου, περνά από χέρι σε χέρι εν είδει χαρτονομίσματος στα σοκάκια όπου οι πουτάνες περπατούν, τα κλεφτρόνια ξεγλιστρούν και οι πρεζάκηδες παραπατούν˙ μέχρι να πέσει στα χέρια του νόμου και να θαφτεί μέσα σ’ έναν φάκελο κάπου σ’ ένα υγρό υπόγειο ανάμεσα σ’ άλλες άλυτες υποθέσεις, και από εκεί ν’ αρχίσει τ’ ανώνυμα θαύματα.
Comments