top of page
Search

Μια καλημέρα είν' αυτή • Ιωάννης Μουχασίρης



«Είμαι πτώμα!» σκέφτηκε προτού καλά-καλά ανοίξει τα μάτια του, αν και τα μέλη του είχαν επαναφορτιστεί και, πλήρη ζωτικότητας, πάλλονταν με χαρούμενο αίμα, παρακινώντας τον έτσι να ορθοποδήσει κι εκ νέου ν’ αρχινίσει τον αρχαιοπρεπή χορό με τη βαρύτητα. Αλλά και το μυαλό του, όπως κάθε άλλο πρωί είχε αναγεννηθεί παλίμψηστο, τόσο ακατήχητο μάλιστα, ώστε το πρώτο πράγμα που είχε καταφέρει να εισβάλει με στόχο να μουτζουρώσει τα κιτάπια του δεν ήταν παρά μία ασαφής κόπωση, αγνώστου προέλευσης και απροσδιόριστων συμπτωμάτων. Ωστόσο, τούτο το πρώτο πρωινό ερέθισμα, αν και με νύχια τρυφερά, διέρρηξε την παρθενορραφή της νύχτας, ενεργοποιώντας τα γρανάζια ενός ιδιότυπου, φτιαγμένου στα μέτρα του μηχανισμού αλίευσης δεδομένων, των πλέον και μόνο απαραίτητων για ασφαλή πλεύση μέσα στο λαβύρινθο της κάθε μέρας.


Στην προσπάθειά του να δώσει ταυτότητα σε μία κούραση που δεν είχε παρουσιαστεί ως αδυναμία, αλλά αντίθετα αιωρούταν αγόγγυστα σαν την ανάσα του σύμπαντος, μια εικόνα πήρε μορφή στο νου: μια κατσίκα δεμένη στον κορμό μιας συκιάς κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Το δένδρο έστεκε απογυμνωμένο από φύλλωμα και φρούτα μέχρι το προσβάσιμο απ’ τα λαίμαργα σαγόνια του ζώου ύψος, στο κέντρο ενός κύκλου φαλακρής γης με ακτίνα το μήκος του σχοινιού και περίμετρο οριοθετημένη από ξερό χορτάρι. Η δε κατσίκα, αραχτή στη σκιά, περίμενε κάποιο σύκο να πέσει. Ο ίδιος αναγνώριζε με αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα ότι κάπου, κάποτε είχε υπάρξει μάρτυρας της εικόνας αυτής, ότι δεν την είχε απλά συναντήσει στις σελίδες κάποιου περιοδικού ή στα καρέ κάποιας ταινίας. Ωστόσο, αδυνατούσε να εντάξει τον εαυτό του στο καλοκαιρινό σκηνικό ή εκείνο στην αλληλουχία της ζωής του, ν’ ανασύρει κάτι απ’ όλα όσα είχαν προηγηθεί ή ακολουθήσει. Μπορεί τότε, όποτε κι όπου να ’ταν, το σύριγμα των τζιτζικιών να του τριβέλιζε τ’ αφτιά…, μπορεί και όχι. Μπορεί ο ιδρώτας να τσιτσίριζε πάνω στο δέρμα του και το σφυροκόπημα του ήλιου να τον είχε φέρει στα πρόθυρα λιποθυμίας. Μπορεί τα χείλη του να ’χαν πετρώσει, χαρακωμένα, δίχως στάλα σάλιο για δροσιά. Όμως όλες αυτές οι λεπτομέρειες είχανε πια σβηστεί, και μαζί τους το όποιο συναισθηματικό αποτύπωμα θα μπορούσαν να ’χαν αφήσει. Μοναδικό απομεινάρι που ακόμα σπιθοβολούσε φως άγιο και νοερό: η άρνηση της κατσίκας να σηκωθεί και, με μια κουτουλιά με τα γερά της κέρατα στον κορμό του δένδρου, να σωριάσει κάποιο σύκο, έτσι απλά! Κι ήταν ετούτη ακριβώς η άρνηση που, μετουσιωμένη σε κούραση, τον είχε κυριεύσει πρωινιάτικα! Όμως η λύση του γρίφου σήμανε και το τέλος της κυριαρχίας του. Τη σκυτάλη πήρε μια ομολογία: «Αδάμ…, με λένε Αδάμ! Όχι, όχι… Άλεφ, τ’ όνομά μου είναι Άλεφ!».

24 views0 comments
© Copyright
bottom of page