Ο άνδρας που αγάπησε ένα δένδρο • Ιωάννης Μουχασίρης
- Ioannis Mouhasiris
- May 25, 2020
- 3 min read

Ο άνδρας που ερωτεύτηκε ένα δένδρο όπως οι άλλοι άνδρες ερωτεύονται τις γυναίκες δεν υπάρχει πια. Γύρευε να ριζώσει, κουρασμένος απ’ τα ταξίδια που δεν οδηγούν παρά σε νέα ταξίδια –με τα πόδια ωστόσο να βαραίνουν σε κάθε βήμα όλο και πιο πολύ και με τη γλυκαπαντοχή να φθίνει μέρα με τη μέρα–, όταν τυχαία, καταμεσής ενός μαλαματένιου λιβαδιού, πρωταντίκρισε τη φουντωτή, περήφανη βελανιδιά που του πήρε τα μυαλά. Και την πολιόρκησε όπως οι άλλοι άνδρες πολιορκούν τις γυναίκες: με δώρα, γλυκόλογα και υποσχέσεις. Εκείνη έπαιζε μαζί του όπως οι γυναίκες παίζουν με τους άλλους άνδρες˙ έστεκε ασυγκίνητη μα δεν τον έδιωχνε, μια τον αγνοούσε και μια του πέταγε κάνα καρπό, μια φλέρταρε με τα πουλιά και μια έμοιαζε να είναι εκεί για ’κείνον μοναχά. Και όταν δεν τον παίδευε με τη σιωπή, έπνεε ψιθυρίσματα που, αν και ακατάληπτα, εκείνος μετεφράζε κατά το δοκούν και άκουγε τα μυστικά που ήθελε ν’ ακούσει.
Κάπως έτσι, μια κρύο μια ζέστη, περνούσανε οι μέρες. Πλάι της αναπαυόταν, κάτω απ’ τη σκιά της ρουφούσε τη δροσιά, της τραγουδούσε, πολύχρωμες κορδέλες της κρεμούσε στα κλαδιά κι έδιωχνε τα πουλιά που γύρω της μαζεύονταν για να κλέψουνε τους καρπούς της. Τις δε νύχτες, αγκάλιαζε το άκαμπτο κορμί της και λυγερό τ’ ονειρευόταν. Μα όσο κι αν έψαχνε δεν έβρισκε τον τρόπο μαζί της να ενωθεί, μέσα της να χωθεί όπως κάνουν οι άνδρες με τις άλλες γυναίκες…, κι ο πόθος του όλο φούντωνε. Είδε κι απόειδε και, για να την πείσει να του ανοιχτεί, είπε να ομολογήσει τον έρωτά του σ’ ολάκερο τον ντουνιά όπως οι άλλοι άνδρες ομολογούν τον έρωτα τους για τις γυναίκες. Όμως δεν του πήγαινε καρδιά να σημαδέψει την αψεγάδιαστη επιδερμίδα της, κι έτσι κίνησε για το δάσος, εκεί να βρει κάποιο άλλο δένδρο να χαράξει...
Διάλεξε στην τύχη μια βελανιδιά ανάμεσα σ’ άλλες πολλές αδιάφορες, απαράλλαχτες, κι άρχισε να χαράσσει το κορμό μ’ ένα σουγιά…, πρώτα μια καρδιά, μετά τ’ όνομά του και μετά… Αλίμονο, δεν τα ’χε υπολογίσει συνετά, αφού δεν είχε όνομα να γράψει στη θέση του δικού της που αγνοούσε!
Ο σουγιάς είχε αρχίσει σχεδόν αυτόβουλα να διαγράφει μια ακανόνιστη πορεία, ορνιθοσκαλίσματα που έψαχναν για νόημα, όταν άξαφνα υποχώρησε, σχίστηκε ο φλοιός κι από πίσω του ανοίχτηκε κενό. Έχωσε μέσα τα χέρια του και με μια κίνηση ξεφλούδισε τον κορμό λες κι άνοιγε κουρτίνα, αποκαλύπτοντας μια κουφάλα μεγάλη αρκετά για να χωρέσει άνθρωπο. Και πού ν’ αντέξει ο δόλιος ν’ αφήσει άσβεστη την κάψα του που είχε φτάσει στο αμήν, πώς ν’ αρνηθεί τέτοιο δώρο ουρανοκατέβατο! Θόλωσε, ρίγησε και μ’ ένα σάλτο χώθηκε μέσα. Κουλουριασμένος, έκατσε εκεί τρία μερόνυχτα…
Ό άνδρας που απάτησε ένα δένδρο όπως οι άλλοι άνδρες απατούν τις γυναίκες δεν υπάρχει πια. Ήταν μια μέρα μουντή του Οκτώβρη όταν επέστρεψε στη βελανιδιά του με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια, για να την βρει ροζιασμένη, γυμνή από φυλλωσιά, γριά. Η προδοσία, πίστεψε, την είχε μαραζώσει. Τρελαμένος από τις ενοχές κι απ’ τον καημό χαμένος, κρέμασε ένα σχοινί από το πιο ψηλό κλαδί της και απ’ το σχοινί κρεμάστηκε…
Ο άνδρας που αγάπησε ένα δένδρο όπως οι άλλοι άνδρες αγαπούν τις γυναίκες δεν υπάρχει πια… Αναπαύτηκε δυο μέτρα κάτω απ’ το χώμα πλάι στην αγαπημένη του… Μα έλα που κάπως έτσι αναπάντεχα κατάφερε εν τέλει μέσα της μπει…, δια της πλαγίας μεν οδού, της πλέον ενδεδειγμένης εκ της φύσεως δε, με τον μοναδικό τρόπο, άλλωστε, που ένας άνδρας θα μπορούσε στ’ αλήθεια με δένδρο να ενωθεί: η μαραζωμένη βελανίδια άπλωσε τις ρίζες της ίσαμε το σαρκίο του και τράφηκε με την ουσία του. Τις δε πρώτες μέρες της Άνοιξης, φούντωσε νια ξανά κι αρχίνισε τα πίτσι-πίτσι με τα πουλιά. Και ίσως, μα τω Θεώ, ο άνδρας που ενώθηκε μ’ ένα δένδρο όπως όλοι οι άνδρες ενώνονται με τα δένδρα κάπου να υπάρχει ακόμα. Όποιος ενδιαφέρεται για την απάντηση…, ας τεντώσει τ’ αφτιά του όταν βρεθεί σε δάσος φουντωτό, τη στιγμή που κάποιος τσικλητάρας θα χτυπά με το ράμφος του το κορμό μιας βελανιδιάς…
Comments