top of page
Search

Ο Ανορθόγραφος Παντοκράτορας • Ιωάννης Μουχασίρης



Πώς γράφεται η πλημμύρα, αυτή που δεν υπάρχει κάτι που να μην μπορεί να καταπιεί και που ό,τι καταπίνει δε γνωρίζει από πνιγμό; Τον είδα το θεό, σας λέω, μα δεν τον αναγνώρισα… Απ’ τη μεριά του εκείνος, μ’ αναγνώρισε, αλλά ματιά δεν έριξε. Και τον φώναξα με τ’ όνομά του… δίχως μιλιά –στο σταυρό που σας κάνω!– μα εκείνος δεν απάντησε, μόνο έστειλε βροχή τις λέξεις και ένα διάκενο μέχρι τον ουρανό. Πριν απ’ αυτό, ζωή ήταν του διπλανού και δίπλα μου ένα πιστό σκυλί.. Δύσκολη λέξη η πλημμύρα…. η σωστή˙ κι η τριανταφυλλιά δίχως τ’ αγκάθια! Τι σόι άνθρωπος είναι αυτός που διαγωνίζεται στην ορθογραφία; Τον φώναξα με όλα τα ονόματα που υπάρχουν, στριμωγμένα σε μια κιβωτό από πετσί στη φούχτα… και περίμενα. Δύσκολη λέξη το ωρολόγιον˙ η οικογένεια˙ ο εαυτός… και άγνωστη το κοιμητήριο.


Όλα ήταν γραμμένα… ορθά με μπλε στυλό πάνω στην παλάμη – δεν άντεχα πια να ’μαι ο «φυρομυαλισμένος» και του πατέρα μου η ντροπή… είχα μπουχτίσει με τα τόσα κοκκινάδια. Και είχα βρει τη λύση˙ το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν τη μούντζα να περάσω στο χαρτί προτού τη σβήσει ο ιδρώτας. Ήτανε μέρα όμορφη, θυμάμαι, γάργαρη, από αυτές που θα ’λεγες πως έχουνε φτιαχτεί γι αναψυχή… μα εγώ τρεμούλιαζα. Έξω απ’ το παράθυρο μύριζε γιορτή, όμως το έξω ήταν τόσο μακριά όσο κι η άγια Αμερική… κείνη η απλωσιά που ακόμα ν’ ανακαλυφθεί προσμένει… και μέσα η μούχλα που καμιά πλημμύρα δεν ξεπλένει.

Τ’ άλλα παιδιά είχαν πέσει με τα μούτρα κι έγραφαν. Μα στήλη άλατος εγώ, ψαχούλευα τρόπο το χέρι να ανθίσει δίχως ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Μα ύποπτη η αδράνεια τραβά τα βλέμματα, κι ένοχη καθρεπτίζεται στις κόγχες εκείνων με λυχνίες στη θέση των ματιών.


«Πόσο πιο κάτω θα ξεπέσεις; Εσύ, ο τελευταίος! Σήκω πάνω και άπλωσε το χέρι! Προσοχή!»


Δεν είχα επιλογή˙ από σαρκίο, ήταν γραφτό να γίνω παράδειγμα προς αποφυγή. Σηκώθηκα απ’ την καρέκλα της συγγνώμης και έβγαλα το χέρι στη ζητιανιά. Δεν είχα άλλη επιλογή˙ κανείς κάτω απ’ τον ήλιο δεν μαθαίνει πώς τον ήλιο βαθιά μέσα στην τσέπη ν’ ανατέλλει.

Κι έπεσε ο κανόνας ο βαρύς με τα αλύγιστα διαστήματα, να μετρήσει το λάθος στο σωστό, να ισιώσει το χαμόγελο και την καμπούρα… Κι άστραψαν οι λυχνίες των ματιών. Με χτύπημα σβήστηκε τ’ οδόστρωμα, με χτύπημα το κυπαρίσσι. Χτύπημα και λέξη. Με χτύπημα έσβησε ο πολυέλαιος… το σύννεφο… η ικεσία. Μπαμ και κυνήγι, πιο δυνατό. Κι άλλο… πιο δυνατό για το μυρμήγκι. Κι άλλα πολλά, τόσα που έχασα το μέτρημα. Μπαμ κι ο κορυδαλλός! Χτύπημα μύθος. Χτύπημα αδελφός. Πατέρας χτύπημα. Αχ, μάνα… χτύπημα.

Μόνο μια λέξη σώθηκε: πλημμύρα. Ο χάρακας έσπασε στα δυο πάνω στο χέρι μου… μα δεν τον είχα σπάσει εγώ. Και γέλασε ο διπλανός˙ δεν ήταν πια ζωή. Και το πιστό σκυλί… ήταν η αφεντιά μου… κι αφέντης μου ο Κύριος.


Τον είδα το θεό, σας λέω, στο προφύρισμα, στ’ ανεμογκάστρι του χεριού και τις πληγές. Κι ας κακοφόρμισε ο χρόνος, όταν το πύον έφυγε, η πλημμύρα ήταν ακόμα εκεί… κι εκεί παρέμεινε… στη χειραψία˙ στο χάιδεμα˙ στη γέννα του παιδιού˙ στην προσευχή˙ στο αντίο. Η κάθε λέξη ακόμα σβήνεται με πόνο, κι ας σίγησε ο χτύπος. Ήτανε μέρα βροχερή, θυμάμαι. Μα πώς στ’ αλήθεια γράφεται η πλημμύρα… με σταγόνες;


Ακριβώς όπως το γράψαμε… εσύ κι εγώ.




Στον Γιώργο. Πάτμος, 20/10/21

23 views0 comments
© Copyright
bottom of page