top of page
Search

Ο κος Ιννοκέντιος Ιβέρνης • Ιωάννης Μουχασίρης



Τι ν’ απέγινε άραγε ο Ιννοκέντιος Ιβέρνης; Έχει χρόνια να φανεί απ’ τα καφενεία της πόλης όπου κάποτε ήταν θρύλος, έτσι όπως περνούσε καμαρωτός-καμαρωτός στ’ άσπρο κολλαριστό κοστούμι του, με το ξύλινο σκαλιστό μπαστούνι του να χτυπά διακοσμητικά το πεζοδρόμιο, κι εκείνον τον αέρα που όλοι ζήλευαν – όχι ακριβώς αυταρέσκειας, μα παντελούς αδιαφορίας για το καθετί τριγύρω του. Άπαντες είχαν κι από μια ιστορία γι αυτόν, μα ουδείς τον ήξερε. Και κάθε μια απ’ αυτές –με το μαγικό τρόπο που οι ιστορίες έχουν να μετουσιώνονται σαν περνάν από χείλη σ’ αυτιά– γινόταν πραγματικότητα. Το αληθινό του όνομα ήταν «Αεροβάτης με μολυβένια πέλματα», όμως είχε απορριφθεί στο ληξιαρχείο ένεκα της αμφισημότητάς του: δεν προσδιόριζε με ακρίβεια εάν αναφερόταν σε κάποιον που, παρά το βάρος στα πόδια του, πετούσε στα σύννεφα ή σε κάποιον που, με τις πατούσες αγκυροβολημένες στο έδαφος, τεντωνόταν σαν λάστιχο μέχρι τα ουράνια. Ο ίδιος ο ληξίαρχος είχε προσθέσει στη διακεκομμένη γραμμή τού πιστοποιητικού γέννησης ένα τυχαίο όνομα.


Ο Ιννοκέντιος Ιβέρνης γεννήθηκε σ’ ένα ουροβόρο σύμπαν όταν εκείνο ξερνούσε το δέρμα του, το σωτήριον έτος που οι ακρίδες δεν φάνηκαν για τα σπαρτά μας. Για πρώτη φορά μίλησε στα πέντε του κι είπε λόγια που δεν άντεχε ανθρώπου νους. Έκτοτε δεν ξεστόμισε κουβέντα, μέχρι τη μέρα ’κείνη που εξαφανίστηκε. Στα επτά του έγραψε απ’ την αρχή την ιστορία των προγόνων του, όμως μέχρι τα οκτώ είχε μάθει πια να τεντώνει το ερωτηματικό και να το τεμαχίζει σε απειροελάχιστα, αδιόρατα κομμάτια. Στα δώδεκα, βάπτισε «Σίσυφο» ένα σκαθάρι που ’σπρωχνε μια τέλεια σφαίρα από περιττώματα πάνω σ’ ένα βουνό από σκουριασμένους παρθενικούς υμένες και προσθετικά μέλη παρατημένα από την εποχή των μεγάλων κινήσεων. Εκείνο, με τη σειρά του, τον αγιοποίησε και μετά πέθαναν κι οι δυο στα γέλια. Την ημέρα των δέκατων έκτων γενεθλίων του έσβησε 89 κεριά, ένα για κάθε πλήκτρο του κλειδοκυμβάλου. Σπούδασε το ανθρώπινο σώμα σε μερκατορική προβολή, όμως πτυχίο πήρε στην απώλεια.


Τι ν’ απέγινε άραγε ο Ιννοκέντιος Ιβέρνης; Τα τρία του οράματα –το επαναστατικό, το ποιητικό και το ερωτικό– τα είχε συγκεράσει σ’ ένα στιλέτο που ’χε βρει πεταμένο μες στα αίματα δίπλα απ’ τα σκουπίδια, ενώ περνούσε απ’ αδιέξοδο σε αδιέξοδο. Το μανιφέστο του το σμίλεψε με τη μορφή ίριδας πάνω στα κλειστά βλέφαρα τού Άγνωστου Στρατιώτη. Την ωδή του την εξάντλησε ακρωτηριάζοντας ταχυδρομικά περιστέρια. Όσο για τον αγχέμαχο έρωτά του..., τον χάραξε σ’ ένα δένδρο στην άκρη της μεγάλης στέπας – πάνω του ακόμα ξαποσταίνουν και κατουρούν ορδές νομάδων πολεμιστών. Μέχρι που το στιλέτο ξέρασε το ξεραμένο αίμα, έλαμψε από τη χρήση. Ωστόσο, καλού-κακού, ο Ιννοκέντιος Ιβέρνης συνέχισε να το ’χει πάντα πάνω του.


Τι ν’ απέγινε άραγε ο Ιννοκέντιος Ιβέρνης; Είχε ευλογηθεί με αμύθητη οικογενειακή περιουσία, αλλά την ξεκοκκάλισε ολάκερη στον ιππόδρομο της Αφροδισιάδος και σε μια φαλιρισμένη επιχείρηση που πωλούσε ενοχές. Για τα προς το θνήσκειν, αναγκάστηκε να εργαστεί σ’ ένα εργοστάσιο που δεν παρήγε τίποτα πέρα από θόρυβο, με αρμοδιότητα το λάδωμα των μηχανών. Τον ελεύθερο του χρόνο τον ξόδευε ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο σε αναζήτηση της χαμένης «Μέδουσας» τού Λεονάρντο Ντα Βίντσι, πεπεισμένος ότι, πάνω στην ξύλινη ασπίδα, θ’ αναγνώριζε τη δική του μορφή, κι έτσι θα πέτρωνε.


Τι ν’ απέγινε άραγε ο Ιννοκέντιος Ιβέρνης; Μια χειμωνιάτικη νύχτα στη γέφυρα του Καρόλου, συνάντησε τον εαυτό του που περνούσε στην άλλη μεριά˙ ο ένας απ’ τους δύο πήδηξε στα παγωμένα νερά του Μόλδαβα. Κοιτούσε πάντα μπροστά, προς την γρανιτένια υποψία που τον ακολουθούσε παντού και του ψιθύριζε τα βεγγαλικά άνθη τού «μη μου άπτου». Διατηρούσε συχνή αλληλογραφία με τον καθηγητή Humbert Humbert, για την αποφυλάκιση του οποίου αγωνιζόταν με ζήλο. Ζούσε σ’ ένα σανατόριο που υπήρχε μόνο στα σχέδια. Ήταν εθισμένος στο γυαλί, γι’ αυτό και κάθε ανατολή του ηλίου τον έβρισκε στις παραλίες με μεγεθυντικό φακό στο χέρι να ψάχνει θρύψαλα στην άμμο, απόηχους από τα φωτοστέφανα των γλάρων που στα κατάρτια σταυρώνονται για να συγχωρεθούνε τα ταξίδια.


Τι ν’ απέγινε άραγε ο Ιννοκέντιος Ιβέρνης; Ήταν ένας εκ των δώδεκα πεζικάριων που στήθηκαν απέναντι στη Margaretha Geertruida MacLeod. Αν κι είχε στρέψει την κάννη του μακριά απ’ το σώμα της διαβόητης χορεύτριας και κατασκόπου –όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι έντεκα–, δική του ήταν τελικά η σφαίρα που την βρήκε στην καρδιά˙ ήταν άθλιος στο σημάδι. Βραβεύτηκε για τις αϋπνίες του με το ανώτατο μετάλλιο του Τάγματος των Αστέγων. Στη προηγούμενη του ζωή ήταν το κεφαλάρι του κρεβατιού τού Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ.


Τι ν’ απέγινε άραγε ο Ιννοκέντιος Ιβέρνης; Τη βραδιά που χάθηκαν τα ίχνη του, τον άκουσαν να φωνάζει με ηλεκτρική φωνή μέσα απ’ ένα χωνί: «Η ανάσα θολώνει τη σκέψη!». Όταν ένα πτώμα ανασύρθηκε απ’ το ναυάγιο του Τιτανικού –χωρίς πρόσωπο, κατασπαραγμένο απ’ τα σκυλιά– πολλοί είπαν ότι ήταν εκείνος, επειδή στα ρούχα του βρέθηκε ένα σημείωμα με τ’ όνομά του. Εκείνος όμως, δεν θα έλεγε ποτέ κάτι τέτοιο. Στα σίγουρα, μετά από τόσους αιώνες, θα ’χει πια πεθάνει. Μα..., τι ν’ απέγινε στ’ αλήθεια ο Ιννοκέντιος Ιβέρνης;

16 views0 comments
© Copyright
bottom of page