top of page
Search

Ο Ρεμπώ στη Λάρνακα • Ιωάννης Μουχασίρης


Τον περασμένο μήνα, μια χειρόγραφη επιστολή του Auguste Dupuis, Γάλλου περιηγητή του τελευταίου μισού του 19ου αιώνα, βγήκε σε πλειστηριασμό από τον οίκο Sotheby’s. Κατάφερε, δε, να φτάσει στα 15.000 δολάρια, όχι ένεκα της φήμης του συγγραφέα, αλλά μόνο και μόνο λόγω του αξιοπερίεργου περιεχομένου της. Ανάμεσα σε διάφορες περιπατητικές αναφορές, εξιστορούσε και το παρακάτω περιστατικό:


Όσο κι αν μ’ είχαν προετοιμάσει οι περιγραφές του Alexander Drummond, το Υδραγωγείο του Μπεκίρ Πασά τις είχε ξεπεράσει. Ο ενθουσιασμός μου ήταν τόσος που ξεχάστηκα κάτω απ’ τον ήλιο που απ’ το πρωί χτυπούσε βάναυσα το νησί της Αφροδίτης. Για να μην λιποθυμήσω, αναγκάστηκα να επιστρέψω στη πόλη κακήν κακώς και να βρω καταφύγιο κάτω από μια χαρουπιά στον πρώτο καφενέ που βρέθηκε στο διάβα μου.


Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν δύο άνδρες, ο ένας γύρω στα τριάντα, αλλά με μάτια γερασμένα, σκοτεινά αν και καταγάλανα, κι ο άλλος καμιά εξηνταριά με καθαρή ματιά. Ο νεαρός κατέβαζε μικρά ποτήρια με διάφανο υγρό το ένα μετά το άλλο…, ρακί υποθέτω. Ο δε ηλικιωμένος, καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα ανάμεσα στα πόδια και το βλέμμα στα ουράνια – άκουγε τον ομοτράπεζό του που δεν έβαζε γλώσσα μέσα. Περιέγραφε ανερυθρίαστα τη σχέση του με κάποιον άνδρα, ποιητή, ο οποίος τον είχε πυροβολήσει στον καρπό κι έκανε δύο χρόνια φυλακή γι αυτό! Έλεγε πως κάποτε ήταν κι ό ίδιος ποιητής, αλλά πια δεν είχε τίποτα άλλο να γράψει, πως όλα τα ’χε δει, όλα τα ’χε αποκτήσει. Ψάχνοντας για νέους θορύβους, είχε καταταγεί στον Ολλανδικό στρατό, αλλά είχε λιποτακτήσει κάπου κοντά στη Τζακάρτα, για να φτάσει έως τη Λάρνακα και να πιάσει δουλειά ως επιστάτης σε λατομείο.


Σιγά-σιγά το οινόπνευμα άρχισε να κάνει τη μουλωχτή δουλειά του. Ο νεαρός άρχισε να μασά τα λόγια του και, παραληρώντας, να μιλά για το μέλλον του με την ίδια σιγουριά που μιλούσε για το παρελθόν του. Έλεγε πως θα πάει στην Αφρική, πως εκεί θα εμπορεύεται καφέ, πούπουλα, όπλα, ελεφαντόδοντο κι ανθρώπους. Πως θα βατεύει αραπίνες και θα κολλήσει σύφιλη, πως θα του κόψουν το πόδι και θα πεθάνει από μούχλα στα κόκκαλα στα τριάντα επτά του… Μετά το θάνατό του, φώναζε, θα γίνει μύθος, θα γίνει σύμβολο της νεανικής ορμής για φόνο, ένας σύγχρονος Οιδίποδας! Γενιές απροσάρμοστων και κατακερματισμένων θα υμνούν τον κωλοπαιδισμό, την καύλα και τη βρώμα του, ενώ ακαδημαϊκοί και μπεκρήδες θα ψάχνουν σε κάθε πτυχή της ζωής του για την πηγή της ιδιοφυΐας του! Τ’ όνομά του, είπε, θα γραφτεί πελώριο στον χρυσό τοίχο της Ιστορίας με σκατά: «Arthur Rimbaud!».


Εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκαν δύο Άγγλοι φαντάροι απ’ τη γωνία. Ο νεαρός πετάχτηκε απ’ την καρέκλα του και, λίγο πριν κάνει την βιαστική έξοδό του, απευθύνθηκε στον ηλικιωμένο άνδρα: «Τ’ ονοματάκι σας;». Ίσως και να ’ταν η εξάντλησή μου, ίσως η ζέστη, αλλά ορκίζομαι πως τον άκουσα ν’ αποκρίνεται: «Johann Sebastian Bach!»…


Η επιστολή πήγε στα χέρια ενός Άραβα αγνώστων λοιπών στοιχείων.

 
 
 

Bình luận


© Copyright
Subscribe

© 2020 Ioannis Mouhasiris

bottom of page