top of page
Search

Πρώτο Φως • Ιωάννης Μουχασίρης

Updated: Aug 7, 2021



Ψίθυροι διαδίδονταν από το τσούξιμο ανάμεσα στα πόδια σε ένα σύμπαν που απλωνόταν πιο γοργά, σα λεκές από κρασί σε κατάλευκο τραπεζομάντηλο. Έτσι, έσβηναν δίχως πότε να φτάσουν στην εσχατιά, στο χερσοτόπι της γλώσσας. Αν και δεν είχα πιει γουλιά, το μόνο που θυμόμουν απ’ την προηγούμενη βραδιά ήταν ένας φωτεινός κύκλος που έμοιαζε τέλειος, μα τέλειος δεν ήταν. Όλα τ’ άλλα είχαν σβηστεί, λες κι ήμουν ο πρώτος άνθρωπος στη γη που ’χε αντικρίσει ολόγιομο φεγγάρι. Ίσαμε πεντέμισι χιλιόμετρα˙ τόσο φτάνει όρος το Χόυχενς, το πιο ψηλό στο φεγγάρι. Αυτός ο κύριος με το όνομα που θυμίζει αφροδίσιο ανακάλυψε το εκκρεμές. Πίστευε, δε, ότι το σύμπαν σφύζει από ζωή. Μια μύγα πετούσε γύρω απ’ το κεφάλι μου.


§


Το μισοφέγγαρο ονομάζεται μηνίσκος. Πάντα απεχθανόμουν να δουλεύω μπροστά σε καβαλέτο, σα στημένος για μονομαχία, με την ανάσα του τέλους ν’ αχνίζει στον άσπιλο μουσαμά. Αντ’ αυτού, επέλεγα να ζωγραφίζω επί δεκαετίες στα γόνατα, με το τελάρο στο πάτωμα, στερεωμένο στον τοίχο. Είχα μόλις κηρύξει ανακωχή με μια φρατζόλα ψωμί, όταν συνειδητοποίησα ότι είχα πλέον υποχωρήσει στη θέση του χαμένου κρίκου και για να σταθώ στα δυο απαιτείτο όραμα και πόνος. Οι αγύρτες ήθελαν ντε και καλά να με πετσοκόψουν. Λίγο αδυνάτισμα, λίγο πεζοπορία… και γλίτωσα το νυστέρι! Όχι όμως και την κόψη του φεγγαριού.


§


Κάθε φορά που το ζουζούνισμα έκοβε τον άναρχο μίτο των ονείρων, πάλευα να τον ξαναβρώ, να ενδυθώ ξανά τον ενύπνιο εαυτό, εκείνον τον ηρωικό που ζει δίχως να θυμάται. Αλλά γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Ηττημένος, άνοιξα τα μάτια για να αντικρύσω το τερατόμορφο ξυπνητήρι πλάι στο μαξιλάρι μου, που, αν και μικρό όσο ένας μαύρος κόκκος ρυζιού, γέμιζε το οπτικό μου πεδίο. Λένε πως αν παγώσεις μια μύγα, όταν την αποψύξεις, αυτή ξαναζωντανεύει. Οι μύγες, άραγε, το ξέρουν; Πάντως, στοιχηματίζω πως όνειρα δεν βλέπουν… Διαφορετικά, θα επεδείκνυαν τον απαιτούμενο σεβασμό στο παραμύθι του άλλου…


§


Στη μυριοδιάσπαστη ματιά της αναγνώρισα την Κυρία Δέσποινα της πρώτης, πίσω απ’ τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά της, τότε που μου είχε επιστρέψει το πρώτο διαγώνισμα ορθογραφίας τίγκα στα κοκκινάδια. Παράξενο… αλλά φορούσε την ίδια ακριβώς έκφραση παγωμάρας και λίγες μέρες αργότερα, όταν είχε σηκώσει ψηλά για να επιδείξει ως υπόδειγμα σ’ όλη την τάξη την πρώτη ζωγραφιά μου˙ ένας αρχαίος πολεμιστής ήταν… πλήρης εξοπλισμού, με περικεφαλαία, ασπίδα και ακόντιο, περίτεχνο θώρακα και περικνημίδες. Από εκείνη τη στιγμή, μπήκα στ’ αυλάκια μιας πορείας που είχε χαραχτεί για λογαριασμό μου: θα γυάλιζα αρματωσιές κατάλληλες για γυάλινες προθήκες.


§


«Οι διαβουλεύσεις έπεσαν στο κενό». Τη σκότωσα με τα νέα της χθεσινής ημέρας. Στην αρχή ένοιωσα περηφάνια για τη σβελτάδα μου. Μετά συνειδητοποίησα ότι η μαύρη κουκίδα πάνω στη λευκό βαμβάκι με τις ωχρές, σκόρπιες μνήμες είχε, από ορμή, γίνει θάνατος μέσα σε μια στιγμή… κι αυτό ήταν μια φρίκη τόσο ακαριαία που συνέθλιβε το συναίσθημα. «Δε θα ξανακουμπήσω εφημερίδα» υποσχέθηκα στον εαυτό μου. «Η επιμονή μου ν’ αγοράζω φυλλάδες που ποτέ δε διαβάζω δεν είναι παρά ένα αντιδραστικό αντανακλαστικό, ένα δεινοσαύρειο άσμα που κάνεις δεν ακούει!» Ξάπλωσα στη στενή και τεθλιμμένη οδό, άναψα ένα κεράκι στο θεό και το ’χωσα στον αφαλό μου… και με τη φλόγα, άναψα ένα τσιγάρο. Μια μύγα λιγότερη.


§


Είναι βαρύ να πέφτεις κάθιδρος πρωί-πρωί σε μια Παναγιά στο τοίχο˙ η μέρα σου έχει διανύσει το μεγαλύτερο κομμάτι της προτού καλά-καλά αρχίσει. Έλεγα ότι τάχατες δεν την είχα καλύψει από σεβασμό στους σπιτονοικοκύρηδες, όμως περισσότερη εκτίμηση έτρεφα για τα σεμεδάκια στο κομοδίνο˙ για τη σκαλιστή σερβάντα με τους παχουλούς ερωτιδείς˙ τη σκουριά στο μεταλλικό κρεβάτι και τους σουμιέδες˙ και ακόμα περισσότερη για την βλαχοπούλα στο πιάτο – αυτήν, αν τα δόντια μου είχαν τα κότσια ν’ αναμετρηθούν με την πορσελάνη, θα την είχα κάνει μια χαψιά… μα τω θεώ! Η αλήθεια είναι ότι, όσο περισσότερο άπιστος κανείς, τόσο μεγαλύτερη η ανατριχίλα μπροστά σε μια εικόνα. Της είχα δώσει, ωστόσο, άλλο όνομα. «Καλημέρα Λούλου!» φώναξα με σαρδόνιο τόνο. «Σκοτώσαμε κανέναν απόψε;» Από την γωνία που τρύπωναν οι αχτίδες του ήλιου μέσα από τις γρίλιες των παντζουριών, κατάλαβα ότι είχε φτάσει η ώρα˙ το επιβεβαίωνε και το γκάρισμα ακριβείας του γαϊδάρου απ’ το λόφο αντίκρυ. Μακριά απ’ την πόλη, τα ρολόγια αχρηστεύονται. Για να σβήσει όμως ο χτύπος τους, χρειάζεται η λησμονιά της πέτρας – είχα ακόμα πολύ δουλειά γι αυτό. Ξάφνου, μια πίκρα αισχύνης από τη χθεσινή νύχτα ανέβηκε στη γλώσσα. «Σιγουράκι» σκέφτηκα. «Κάθε εισπνοή μπουκάρει με περηφάνια, και ως εκπνοή κουνάει το μαντήλι ντροπιασμένη». Μια Παναγιά που δε θ’ άγγιζε κανέναν… αυτό κι αν θα ’ταν θάμα!


§


Τ’ αγουροξυπνημένο σούρσιμο των ποδιών απ’ την κρεβατοκάμαρα ως την κουζίνα˙ αυτός είναι ο ήχος της μοναξιάς… Στο χωλ, γλίστρησα κι έσκασα με την πλάτη στο πάτωμα. Το εναρκτήριο παραπάτημα της μέρας ήταν γερό˙ το στομάχι έφτασε στο λαιμό, ενώ ο γδούπος αντήχησε μέχρι τη λασπουριά του Σομμ. Πάντα με μπέρδευαν τα μωσαϊκά, ακόμα κι όταν απλά τα περπατούσα δίχως να τα κοιτώ. Αυτές οι διάσπαρτες κουκίδες σε προκαλούν να ψάξεις ανάμεσά τους για κάποια οικεία μορφή. Μα, πιο απρόσιτες κι από τα φευγαλέα σύννεφα, κάθε φορά εκείνες κερδίζουν… Εντελώς αντανακλαστικά, έριξα μια ματιά αριστερά-δεξιά μπας και με είδε κανείς. Αν ήμουν τρυφερούδι μακριά απ’ το βλέμμα της μητρός, θα σηκωνόμουν δίχως κιχ. Όμως, εγώ ο σκληρόπετσος, ξέσπασα σε λυγμούς˙ μου έφτανε για μάρτυρας η αράχνη που στη γωνιά του ταβανιού ύφαινε μεταξωτές κορδέλες για τα προς το ζην. Σε τούτα ’δώ τα μέρη, τα έντομα παίζουν ρόλο πρωταγωνιστικό στα έργα των ανθρώπων, όπως και όλα τα υπόλοιπα ζωντανά που τσιμπάνε ή δαγκώνουν. Θεωρείσαι, δε, μπαρουτοκαπνισμένος της ζωής μόνο αν έχεις μια ολοκληρωμένη συλλογή από παράσημα: σκουλοπετρίδας˙ σκορπιού˙ οχιάς˙ δράκαινας και σκορπίνας˙ και κυρίως της διαβόητης εφταλουτρούς.


§


Για να σηκωθώ, αναρριχήθηκα στη φυλλωσιά της κορνίζας του καθρέπτη. Αν και γυμνός ακόμα, ξεσκονίστηκα από συνήθεια, όπως κάνουν τα σκυλιά που, αφού κατουρήσουν στην άσφαλτο, σκάβουν άσκοπα με τα πίσω τους πόδια. Το χέρι κολλούσε στο μουσκεμένο δέρμα μ’ αναποφάσιστους πλαταγισμούς˙ μια τιμωρούσε και μια επιβεβαίωνε. Στο ημίφως του χωλ, ένας αυτοεξόριστος πλανήτης μετρούσε τις πληγές του μία-μία, καθώς τρανταζόταν σαν κομπρεσέρ με κοφτούς, επιληπτικούς σπασμούς˙ ένα κεφάλι τουμπανιασμένο απ’ τα παράγωγα αέρια της σήψης σκέψεων κι αναμνήσεων, με τα χαρακτηριστικά της μουτσούνας του τραβηγμένα στο όριο θραύσης μιας πλέον ακραίας καρναβαλικής ιλαρότητας. Ένα κουκούλι μεταξοσκώληκα δέσποζε στη θέση της μύτης, ενώ δύο γυμνοσάλιαγκες πλάγιαζαν πλάι-πλάι σ’ ένα γλιτσερό χαμόγελο στα χείλη˙ είχαν παρατήσει τους κοχλίες σφηνωμένους στους οφθαλμικούς κόγχους. Κάτω απ’ το οστέινο βλέμμα, δυο δίδυμα μυριόποδα ακτινοβολούσαν χαρακιές στα μάγουλα, διστακτικά μετρώντας το ένα τ’ άλλο˙ ενώ από πάνω, στο χείλος του μετωπιαίου οστού, δύο μαύρες, χνουδωτές κάμπιες (του γένους Hypercompe scribonia) ονειρεύονταν την υπεσχημένη μεταμόρφωση που ’χε τόσο καθυστερήσει. Στο σαγόνι και το πηγούνι, στρατιές μυρμηγκιών και τερμιτών πάλλονταν ενώ συγκρούονταν. Το δε σώμα κάτω απ’ το κεφάλι φάνταζε παράταιρα αναγεννησιακό. Ecce Homo…



§


Από πολύ νωρίς, όταν ο πατέρας του τον έβαζε να ξεφλουδίζει πτώματα για να δει τι κρύβεται από πίσω, ο μικρός Giuseppe κατάλαβε ότι το πρόσωπο, πέρα από μία απλή σύνθεση οργάνων, είναι κατ’ ουσίαν ένας τόπος τυχαίας συνάθροισης πλασμάτων αλλόκοτων και θαυμαστών. Αργότερα, ως ο σχεδιαστής των σκηνικών και κοστουμιών των εορτών και θεαμάτων στην αυλή των Αψβούργων στην Πράγα, ο Arcimboldo βρήκε τον τρόπο να πλαισιώνει τη μορφή με τη φαντασμαγορία που της πρέπει.


§


Παραμορφωτικοί όπως όλοι οι καθρέπτες, οι ολόσωμοι είναι συνάμα και διαστροφικοί. Γιατί, ποιος στ’ αλήθεια θέλει να αναμετριέται με τον Εσταυρωμένο; Αν και ελάχιστα με ένοιαζε και παρότι είχα μάθει να μην παίρνω τα λόγια του τοις μετρητοίς, για νοιώσει κι εκείνος χρήσιμος σε κάτι, ρώτησα τον Γιάννη αν είχα βγει απ’ τον ύπνο αρτιμελής ή αν κάπου είχε παραπέσει κάνα δάχτυλο να δείχνει προς τα μέσα. Εκείνος άρχισε το γνωστό του τροπάρι.


§


Κάτω απ’ τα πόδια: ένα τέλος. Πάνω απ’ το κεφάλι: το τέλος. Κι ανάμεσα: άστρα και κάκαδα. Και ήλιος… πού; Μη μετράς το μπόι σου˙ θα σε μετρήσει εκείνο και, θες δε θες, θα σε τσακίσει. Είναι το έτος του φόβου. Μη σε πάρει το μάτι μου εδώ τριγύρω… μη χαθείς.


Ο σταυρός του νότου λέει ψέματα. Κλαίει τ’ αστέρι του βορρά. Τι είναι τούτη η δύναμη στη ραχοκοκαλιά μου… δεν είν’ δική μου; Παλιέ μου φίλε˙ μονάκριβό μου παιδί˙ καμπούρα στην πλάτη μου, πότε θα εμφανιστείς; Αυτός είναι ο ουρανός της πτώσης. Πιάσε το χέρι μου… άσε με να φύγω.


§


Ο πρώτος καφές της ημέρας είναι πάντα αποτυχία. Ακόμα μες στις τσίμπλες και τα ονείρατα, το μάτι αδιαφορεί για τις σωστές δοσολογίες. Αν, δε, είναι φραπές και χρειάζεται χτύπημα… ούτε λόγος! Πιο πολύ, κάτι τέτοιες στιγμές μου λείπει το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά… όχι για όλα εκείνα τα εξαίσια που την έκαναν ξεχωριστή: την ηρεμία της που μύριζε χώμα˙ την απουσία του παραμικρού ανταγωνιστικού κυττάρου στο σώμα της˙ ούτε καν για το αμίμητο, σιωπηλό άγγιγμα της γλώσσας της στην πρωινή μου στύση… Αλλά για κάτι που θα μπορούσε να προσφέρει ακόμα και η τελευταία τυχάρπαστη με δύο χέρια. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία από έναν έτοιμο καφέ προτού καλά-καλά ανοίξεις μάτια σου…


§


Η μνήμη δεν αναβιώνει, ανακαλεί γεγονότα ανατομημένα, ρόδα κι αγκάθια αποχυμωμένα σε κιτρινισμένες σελίδες. Διότι αν θα μπορούσαν τα χείλη ν’ ανασύρουν το νέκταρ του πρώτου φιλιού, τότε θα έμεναν κολλημένα εκεί και δε θα ’διναν δεκάρα τσακιστή για σύμφωνα και φωνήεντα. Κάθε βράδυ της διάβαζα από τη Βίβλο κι εκείνη καθόταν δίπλα μου γυμνόστηθη. «Πώς την λέγαν εκείνη που κοίταξε πίσω και πέτρωσε;» ρώτησε μια νύχτα βροχερή… του Αυγούστου, θαρρώ. «Καμία» απήντησα. «Ωραίο όνομα» αναφώνησε εκείνη «ανοιχτό όπως ο ουρανός!» Μια βροντή ακούστηκε κι έχασα τη συγκέντρωσή μου. Καύβλωσα κι έκλεισα τις γραφές, μα εκείνη ντύθηκε. Σηκώθηκε να φτιάξει αυγά. «Ο γιατρός είπε κομμένο τ’ αλάτι!» φώναξε με τόνο αυστηρό. «Ναι... αγάπη μου…» μουρμούρισα˙ δε θυμόμουν τ’ όνομά της… Το ίδιο βράδυ, λίγο πριν κλείσει τα μάτια της, ψιθύρισε: «Σ’ ανέχομαι για να σ’ αγαπώ στον ύπνο μου, όταν και παύω ν’ ανήκω στην ανθρωπότητα». Έκλεισε το φως και γύρισε πλευρό να κοιμηθεί. Δεν είδε το χαμόγελό μου. Πιο όμορφη καληνύχτα δεν είχε ακούσει άνθρωπος στη γη... επίπεδη ή στρογγυλή.


§


Τα κεραμικά πλακάκια δε δείχνουν ποτέ καθαρά και ποτέ, μα ποτέ δε κάθονται στο έδαφος αλφαδιά. Το τραπέζι, ωστόσο, έστεκε με αφύσικη σταθερότητα˙ είχε τρία πόδια – αυτή είναι η λύση. Μάλλον θα ’χαν πετάξει το παλιό, το ξύλινο που έπαιζε και ξεφλουδισμένο μόστραρε την ιστορία του σε στρώσεις μπογιάς, και θα ’χαν παραγγείλει από κατάλογο ένα γυαλιστερό με μεταλλικά πόδια. Τόσος θα ’ταν ο ενθουσιασμός τους όταν θα ’χε επιτέλους φτάσει, που ούτε καν θα ’χαν προσέξει τις φράουλες πάνω στη φορμάικα που ’ταν γαλάζιες! Το ποτήρι είχε αφήσει ένα χωμάτινο δαχτυλίδι πάνω στην γυαλάδα. Το τοποθέτησα ακριβώς δίπλα και, όταν το σήκωσα ξανά, εμφανίστηκε το άπειρο. Άρχισα να το ακουμπώ εδώ κι εκεί τριγύρω˙ το αποτέλεσμα ήταν μια στραπατσαρισμένη μαργαρίτα. Άδειασα κατευθείαν στο στόμα όσα θρύμματα είχαν μείνει κάτω-κάτω στο κουτί με τα μπισκότα. Η φούσκα μου πήγαινε να σπάσει. Έκανα να σηκωθώ, μα τα γόνατά μου είχαν άλλη γνώμη. Ένα τρίτο πόδι˙ αυτό θα ’ταν μια λύση…


§



«Μωρή… Έχεις φρέσκο βασιλικό;»

«Πέστο φτιάνεις, μωρή συ;»


Αν και ο νέος θαυμαστός κόσμος έχει εισβάλλει για τα καλά στο νησί, οι γριές εδώ χρησιμοποιούν τα κινητά τηλέφωνα κυρίως ως φακούς, και επιμένουν να επικοινωνούν απ’ τα μπαλκόνια με τσιρίδες. Και θα συνεχίσουν να το κάνουν, για όσο ακόμα θα ηχούν ασκαύλια γύρω από τις κουμαριές και στις χέρσες πεζούλες.


«Θα έρθεις για τούρκικο το απόγεμα, μωρή;»

«Δεν χάνω τον Αλί με τίποτα! Φτιάξε σκαλτσούνια!»


§


Κάθε πρωί με ξυπνούσε μ’ αγριοφωνάρες, καθώς αψιμαχούσε στο τηλέφωνο με συναδέλφισσες για ζητήματα του κλάδου. Ηθοποιός που είχε καταλήξει παιδαγωγός, η Μαρία ήταν καλή ψυχή κατά βάθος, όπως ο καθένας άλλωστε με τις πληγές του εν υπνώσει. Όταν όμως την κυρίευε το σύνδρομο της κατατρεγμένης –κάτι που συνέβαινε εννιά στις δέκα–, μετατρεπόταν σε τσιγκούνα και αδηφάγα άπληστη. Η αναπόφευκτη ματαίωση των παράλογων απαιτήσεών της είχε ως αποτέλεσμα να στραβώνει το λαμπερό της χαμόγελο και μια σκιά ν’ απλώνεται στα κατά τ’ άλλα σπάνια, γαλαζοπράσινα μάτια της. Φωτεινή εξαίρεση: ο κόντρα ρόλος στο κρεβάτι, όταν και επεδείκνυε μια ανεξήγητη δοτικότητα και μια εκστατική παράδοση που δε συμβάδιζε με την εγκόσμια παρουσία της. Παρόμοιες, τόσο σπάνιες όσο κι αναπάντεχες αναλαμπές έχουν στήσει το μύθο ότι τα φαινόμενα απατούν, παρασύροντας πολλούς άμοιρους στην απώλεια. Αποτελούν δε και την έμπνευση για τις τσόντες –ιταλικές στην πλειοψηφία τους– όπου μοναχές εκρήγνυνται σαν ηφαίστεια καύλας. Η Μαρία είχε κατακτήσει με το σπαθί της τον τίτλο του καλύτερου πηδήματος της ζωής μου… αλλά κανένα πήδημα δεν αξίζει τέτοιο ξύπνημα. Εγώ πάντως, είχα κρατήσει τον γενναιόδωρο εαυτό της, ο οποίος γενναιόδωρα εμφανίστηκε στην αγουροξυπνημένη παραζάλη του καυτού πρωινού, τυχαία προσκεκλημένος από τις λαλίστατες γειτόνισσες. Ρούφηξα την τελευταία γουλιά στην υγειά της, έχωσα τα χέρια μου κάτω από τις φράουλες κι άρχισα να την παίζω…


§



«Η καλύτερη μαλακία επιτυγχάνεται με πράσινο σαπούνι και χλιαρό νερό!» συνήθιζε να λέει μειδιώντας ο Arnost. Σπουδαίος άνθρωπος και συγγραφέας μ’ αρχίδια ο Arnost˙ ένας χαριτωμένος, άκακος πορνόγερος που στα νιάτα του είχε φιλοξενηθεί σε τρία ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και που, όταν πίναμε μπύρες, κρατούσε δυο μπουκάλια –ένα στο κάθε χέρι– κι έπινε εναλλάξ, μια απ’ το ένα και μια απ’ το άλλο. Εγώ, βέβαια, διαφωνούσα. Άγουρος, τότε, με μηδενιστικά οράματα, θεωρούσα ότι η καλύτερη μαλακία είναι εκείνη που στερείται αντικειμένου, ανεξαρτήτως εξωτερικών περιστάσεων. Όμως, παρά την αυθάδεια της ηλικίας, δεν έλεγα κουβέντα˙ κάποιος που έχει κάνει πέρασμα απ’ το Άουσβιτς έχει κερδίσει το δικαίωμα να κηρύττει για τη δέουσα διαδικασία του αυνανισμού δίχως αντιρρήσεις.


§


«Αυτός την παίζει, μωρή συ!»

«Έχω δει και καλύτερες!»


Δεν πρόλαβα καλά-καλά να χύσω και μια δέσμη φωτός έσκασε στο πρόσωπό μου ανακριτική. Από τη χαραμάδα στην εξώπορτα, ξεπρόβαλε ένα κεφαλάκι: η γάτα που μέρες τώρα γυρόφερνε το σπίτι. Χασμουρήθηκε και είπε: «Κοίτα φιλαράκο, αρκετά με τα παιγνιδάκια. Το ξέρουμε κι οι δυο πως στο τέλος θα μπουκάρω!» Μπήκε σεινάμενη-κουνάμενη με την ουρά σηκωμένη κι ανέβηκε στον παραδοσιακό, νησιώτικο καναπέ που, όπως όλοι τους άλλωστε, φαίνεται ότι για κάποια γάτα θα είχε φτιαχτεί εξαρχής, αφού πάνω του άνθρωπος δε γινόταν να βρει ανάπαυση. Τεντώθηκε και μετά κουλουριάστηκε στη γωνία. Εγώ δεν έκανα κάποια κίνηση. «Όλο και κάποιο μαμούνι θα εξοντώνει…» σκέφτηκα. «Άσε που είναι γρουσουζιά να πηγαίνεις κόντρα σε γάτα!»


§


Αν βρεις ποτέ παλιό ραδιόφωνο, απ’ αυτά με τα βραχέα και τα παράσιτα, δεν αφήνεις την ευκαιρία να πάει χαμένη˙ είναι μια πολυτέλεια ανακουφιστική στην εποχή της ξεδιάντροπης απεντόμωσης. Ένας πύρινος κλοιός απειλούσε την πρωτεύουσα, μα η πρωτεύουσα φάνταζε τόσο μακρινή όσο κι η Ανδρομέδα. Η φωνή του εκφωνητή, με την ασυνήθιστα καθαρή για τις μέρες μας άρθρωση και τα σωστά Ελληνικά, με έσυρε πίσω στις ανακοινώσεις του Ερυθρού Σταυρού που, ως παιδί, πάγωναν το αίμα μου κάθε βράδυ: «Ο Ιωάννης Μ. του Δημητρίου και της Βικτωρίας έχει εξαφανιστεί από γεννησιμιού του. Έχει προσπαθήσει να βρεθεί εδώ κι εκεί, σε σώματα δερμάτινα και πλαστικά και σε μπουκάλια πεταμένα στην άκρη του δρόμου. Κανείς δεν τον αναζητεί.».


«Έχεις δει την Μπιρμπίλω, μωρή;»

«Κάναν γκόμενο θα ’χει βρει πάλι!»


§


Ο TS Eliot υποστήριζε ότι οι γάτες έχουν τρία ονόματα: το κοινό για καθημερινή χρήση˙ το ιδιαίτερο για ξεχωριστές περιστάσεις˙ και το τρίτο το κρυφό που σε κανέναν δεν ομολογεί. Η δικιά μου είχε πάρει τα τρία της ονόματα από τα χρώματά της. «Λάβα» για το καθημερινό˙ «Νύχτα» για το ξεχωριστό˙ κι εκείνο το κενό που δεν τολμώ να ομολογήσω.


§


Τελικά σηκώθηκα κακήν-κακώς για να μη μου φύγουν στην κουζίνα και κάνω άσχημη εντύπωση στη νέα μου συγκάτοικο. Εκείνη μου έριξε μια αδιάφορη ματιά˙ είχε δει και καλύτερες… Κατούρησα στο ντους. Μια ψαλίδα έτρεξε να σωθεί. Προσπαθώντας ν’ ανοίξω το νερό, με πέταξε το ρεύμα. Γράπωσα το τηλέφωνο γερά και προσπάθησα ξανά. «Nun wünsch ich, noch heute mit Freuden von hinnen zu scheiden. Ich habe genung!» Με μυαλό καθαρό, κοίταξα μέσα απ’ τον κάναβο της σήτας στο παράθυρο του μπάνιου. Ψηλά στην κορυφογραμμή, ανάμεσα στα δένδρα που έστεκαν γυρτά με την πλάτη στο βοριά, υπήρχε κι ένα ξεροκέφαλο που έγερνε αντίθετα. Έτρεξα στο υπνοδωμάτιο να φέρω τα γυαλιά μου. Άνθρωπος ήταν, τελικά. Ως δένδρο, μου άρεσε καλύτερα... Είχα ξυπνήσει για τα καλά.



Πάτμος, 4 Αυγούστου 2021

34 views0 comments
© Copyright
bottom of page