top of page
Search

Το Πηγάδι του Θεολόγου • Ιωάννης Μουχασίρης


Απόσπασμα από το θεατρικό "Το Σαγόνι των Αψβούργων"


Ύπνο δεν είχα˙ το μάτι, να… γαρίδα! Στριφογύριζα στους χτύπους του ρολογιού στο κομοδίνο πλάι… Παράξενο πράμα… εκεί ήτανε πάντα και ηχούσαν, μα εγώ τους άκουσα για πρώτη φορά ψες βράδυ… Και μου ’χε σφηνωθεί στο μυαλό πως αν, αντί για δύο χτύπους –τικ και τακ– επαναλαμβανόταν ο ίδιος –τικ-τικ-τικ-τικ, σα βρύση που στάζει–, τότε η νύχτα θα κυλούσε όπως το νερό σε ρυάκι και θα κοιμόμουν σα μωρό παιδί. Ένα ηλεκτρονικό ρολόι δεν θα παρουσίαζε το συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά αυτά φωτίζουν! Άσε που ρολόι χωρίς δείχτες… δε μου φαίνεται σόι, σα χέρι δίχως δάχτυλα… ή μ’ αριθμούς στη θέση τους! Μάλλον αυτό μ’ αναστάτωνε: ότι δεν μπορούσα να διακρίνω τους δείκτες στο σκοτάδι. Τελικά τα παράτησα, σταμάτησα να σβουρίζω και μαρμάρωσα στο κρεβάτι, απλωμένος σαν αστερίας στα βράχια, κενός από σκέψεις…


Ο χρόνος ανάμεσα στους χτύπους δεν έφτανε… Ο κάθε ένας ξόρκιζε τον ύπνο και με κάρφωνε όλο και πιο σφιχτά στο στρώμα, ενώ το κεφάλι βυθιζόταν σιγά-σιγά όλο και πιο βαθιά στο μαξιλάρι. Έσυρα με δυσκολία τα χέρια ως το πρόσωπο, για να βεβαιωθώ ότι τα χαρακτηριστικά μου ήταν ακόμα στη θέση που τους είχε δώσει ο Ύψιστος. Άρχισα να τρίβω τα μάτια μου με μανία και να παρακολουθώ την κιτρινοπράσινη σφαίρα που έλαμψε στο κέντρο, καθώς παλλόταν ηλεκτροφόρα και διαλυόταν σε μικρούς κομήτες που εκσφενδονίζονταν προς τ’ άκρα… μέχρι που όλοι έσβησαν. Όταν άνοιξα και πάλι τα βλέφαρα στο σκοτάδι… αυτό που συνέβη ήταν απ’ άλλου παπά ευαγγέλιο… Στα ξαφνικά, απ’ το πουθενά, άστραψε στο νου ένα όνειρο που κάποτε είχα δει και που, αν με ρωτούσες μόλις δυο λεπτά πριν, ούτε που θα θυμόμουν… μα ήμουν σίγουρος –όπως σε βλέπω και με βλέπεις– ότι δεν ήταν απλά μία αρλούμπα της στιγμής, ένα απλό σκάρφισμα της φαντασίας μου, ούτε κάποιο νέο όνειρο, αφού ήμουν ξύπνιος με μάτια ορθάνοιχτα… Για να σιγουρευτώ, μάλιστα, τσίμπησα και το στήθος μου μέχρι που το ένοιωσα να ματώνει… να εδώ, έχω και πληγή! Καθόμουν, λέει, στο κλαδί ενός δένδρου τόσο ψηλού που όμοιο του δεν υπάρχει στο νησί. Αντί για φύλλα με νεύρα, πράσινα κι ολόδροσα, είχε κιτρινισμένες σελίδες βιβλίων που, σαν περνούσε ο αγέρας από μέσα τους, αντί να θροΐζουν, ζουζούνιζαν έναν αχταρμά από λέξεις… Εγώ ήμουν εγώ, αλλά στ’ αλήθεια ήμουν ένα πουλί που δεν μπορούσε να πετάξει. Κι όμως, δε μ’ έμελλε… ήμουν πασάς εκεί ψηλά. Αντίθετα, ο κόσμος από κάτω ήταν ένα μπάχαλο. Άλλαζε διαρκώς˙ μια ήταν χέρσος, μια χλοερός και μία βαλτοτόπι˙ μία σπαρμένος μ’ άνθη, μία με ζιζάνια και μια γιομάτος καβαλίνες. Τρόπο δεν είχα να κατέβω, μα ούτε και το ’θελα˙ ένας θεός ήξερε μέχρι να φτάσω στη γη σε τι σκηνικό θα προσγειωνόμουν… Ντουνιάς πολύς πηγαινοερχόταν, φουριόζες φιγούρες που έμοιαζαν περισσότερο διακοσμητικές παρά ψυχές με φίλους, δουλειά, πατρίδα κι οικογένεια. Περιφέρονταν άσκοπα με τα κεφάλια σκυφτά, γυρεύοντας έναν ορίζοντα θαμμένο κάπου βαθιά στο χώμα. Δεν σήκωναν κεφάλι, ούτε κι όταν ο ένας σκόνταφτε πάνω στον άλλον˙ έκαναν απλά στο πλάι και συνέχιζαν όπως τα συγκρουόμενα στο λούνα παρκ… στις ταινίες! Προσπαθούσα να τους φωνάξω, αλλά μιλιά δεν έβγαινε… Όσο κι αν ανοιγόκλεινα τα χείλη, αντί για λέξεις πετάγονταν δόντια, τόσα που δεν είχα καν φανταστεί ότι χωρούσαν μες το στόμα, κι εξαφανίζονταν πριν φτάσουν κάτω, λες και τα κατάπινε ο αέρας – και τι περίεργο, ξεριζώνονταν δίχως πόνο!


Κι ενώ όλα άλλαζαν διαρκώς, το μόνο που παρέμενε σταθερό ήταν μια αγελάδα κολλημένη στο ίδιο σημείο, ακούνητη σαν ταριχευμένη, με τα μαστάρια της να τρέχουν γάλα δίχως κανείς να τ’ αρμέγει… Σκεφτόμουν τι κρίμα να πηγαίνει τόσο γάλα χαμένο, αλλά κανείς απ’ τους περαστικούς δεν έμοιαζε να χολοσκάει. Το γάλα, δε, πεταγόταν με τόση ορμή που σύντομα άρχισε να καλύπτει τα πάντα… σα μια γομολάστιχα που έσβηνε με μανία για να φανεί το χαρτί από πίσω… ενώ μια άλλη γομολάστιχα από πάνω, αθέατη σαν το χέρι του θεού, αφαιρούσε το γαλάζιο τ’ ουρανού, αφήνοντας λευκές τρύπες εδώ κι εκεί που θύμιζαν σύννεφα, μα σύννεφα δεν ήταν… Η στάθμη της λευκής λίμνης συνεχώς ανέβαινε, μέχρι που κατάπιε και την ίδια την αγελάδα, κι η ασπρίλα απλώθηκε ως εκεί που έφτανε το μάτι, για να σμίξει με το κενό που εντωμεταξύ είχε καταλάβει τον ουρανό. Το μόνο που πλέον λέκιαζε ένα στερέωμα άσπιλο ήταν το δένδρο που έμοιαζε να αιωρείται… κι η αφεντιά μου. Κόπασε κι ο άνεμος, σώπασε το ζουζούνισμα. Όλα αυτά, δε, πρέπει να ’χαν διαδραματιστεί σε λιγότερο από δευτερόλεπτο, γιατί με τον πρώτο χτύπο του ρολογιού το δένδρο σείστηκε συθέμελα, σαν κάποιος να του ’χε σκάσει τσεκουριά… Κυματισμοί σε ομόκεντρα δαχτυλίδια πρέπει να ταξίδεψαν απ’ τον κορμό στην επιφάνεια της λίμνης και να χαθήκαν στην απόσταση, αλλά έτσι όπως στη διάχυτη ασπρίλα σκιές δεν έγραφαν, δεν μπορούσα διακρίνω κάτι… όμως θα πρέπει να ήταν εκεί… Έτσι δεν είναι;


Το επόμενο δευτερόλεπτο κράτησε πολύ λιγότερο, αφού ένα δεύτερο χτύπημα ακολούθησε πριν καν συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί … κι αμέσως μετά ένα τρίτο, κι ένα τέταρτο… Τα τραντάγματα τίναξαν απ’ τα κλαδιά τις σελίδες που βάλθηκαν να στροβιλίζονται αυτόβουλα τριγύρω μου και να κολλάνε στο κορμί μου σα φασκιές… Σκέπασαν μέχρι και τ’ αφτιά, το στόμα, τη μύτη και τα μάτια. Για μια στιγμή, κουφός, τυφλός και παλεύοντας για ανάσα, ένοιωσα πως πετώ… αλλά δεν ήταν παρά το δένδρο που έγερνε πέφτοντας. Και κάπως έτσι, άξαφνα και με το ζόρι, προσγειώθηκα σ’ ένα άλλο όνειρο…


Τούτο δεν το θυμάμαι καθαρά… κάτι είχε να κάνει με φωτιές, καραβάνια στην έρημο και σκουριά… Θυμάμαι όμως πως αυτό δεν άργησε να δώσει τη σκυτάλη σ’ ένα καινούργιο, κι εκείνο αμέσως στο επόμενο… Το ένα διαδεχόταν τ’ άλλο μ’ όλο και πιο γοργό ρυθμό, σκάβοντας όλο και πιο πίσω στο χρόνο. Ξεκινούσαν απ’ τη μέση της πλοκής τους και κόβονταν απρόσμενα πριν ολοκληρωθούν, όλα τόσο απρόσιτα όσο κι οικεία. Πάσχιζα να συγκεντρωθώ, ν’ ακολουθήσω ένα έστω νήμα μέχρι το τέλος του, μα τον έλεγχο δεν τον είχα του λόγου μου. Κάποιο άλλο χέρι τα επέλεγε, κι εγώ αδυνατούσα να καταλάβω ποιο και με ποια λογική, αν τα κατακερμάτιζε όπου να ’ναι και αν τα συγκολλούσε στα κουτουρού. Έφτασαν σε σημείο να εναλλάσσονται με τέτοια ταχύτητα που το κάθε ένα διαρκούσε όσο μια στιγμιαία αναλαμπή, όσο η κάθε μια απ’ τις σιλουέτες που σχεδιάζαμε τη μια πίσω απ’ την άλλη στις σελίδες των αναγνωστικών μας –στη γωνιά, θυμάσαι;–, όταν τα φυλλομετρούσαμε για να δούμε την ιστορία που ’χαμε σκαρώσει να ξετυλίγεται σα μίκυ μάους. Μόνο που τούτη τη φορά δεν έμπαιναν σε μια σειρά που με σειρά να μοιάζει. Κάθε νόημα χανόταν μέσα σ’ ένα κυκλώνα από σμπαραλιασμένες μορφές που σφυροκοπούσε το κεφάλι μου, δίχως εγώ, όσο και να το ’θελα, να έχω τη δύναμη να τον δαμάσω… Μάλλον, ήθελα και δεν ήθελα… Θα μπορούσα, υποθέτω, να ’χα σηκωθεί, να ’χα ανάψει το φως κι έτσι να ’χα δώσει ένα τέλος σ’ αυτήν την αναδρομή που ’χε αρχίσει ως παιγνίδισμα μα είχε καταντήσει Γολγοθάς, ένας τοκετός που δε γεννοβολούσε τίποτα άλλο πέρα από πόνους… Έλα όμως που μ’ έτρωγε η περιέργεια να δω πότε επιτέλους θα στέρευε το πηγάδι με τα όνειρα! Μυριάδες πρέπει να πέρασαν απ’ τα μάτια μου μέχρι να ξημερώσει… θαρρώ έφτασα μέχρις εκείνα που κάποτε μ’ είχαν στην κούνια συντροφέψει…


27 views0 comments
© Copyright
bottom of page