top of page
Search

Το φάντασμα του αξιότιμου αλήτη, κυρίου Arthur Cravan



Υπάρχει ένα φάντασμα που συχνά ξετρυπώνει απ’ τις κιτρινισμένες σελίδες των βιβλίων όπου μέσα στη μούχλα ξεκουράζεται, και πλανάται εδώ κι εκεί, τριγυρίζει στις παρέες των νεαρών που σχεδιάζουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, στις καπνισμένες σοφίτες απ’ τα παράθυρα των οποίων τα πάντα μοιάζουν να παίρνουν σχήμα αποκρυσταλλωμένο, στα σοκάκια με τη μυρωδιά ξινισμένης μπύρας όπου μπεκρήδες πλακώνονται για το τίποτα. Είναι το ψιλόλιγνο φάντασμα του Arthur Cravan και όποιον συναντήσει τον ρωτά: «Μπορεί…, αξίζει μια καλλιτεχνική φύση να εξαντλείται σε συμβολικά φορτισμένες, νοηματοδοτούμενες κινήσεις (μεγαλόπνοες ή μη), ακτιβιστικές αντιδράσεις ενάντια σε κάθε σύμβαση, σε κάθε θεσμό, δίχως αυτές να υποστηρίζονται από ένα αξιόλογο σώμα έργου;».



Ο Arthur Cravan ήταν ένας ποιητής, καλλιτέχνης κι ερασιτέχνης μποξέρ (μέτριος σε όλα αυτά), μα πιο πολύ ήταν ένας προβοκάτορας με καμιά εικοσαριά πλαστά διαβατήρια κι άλλα τόσα ψευδώνυμα (σε μια εποχή που το να είσαι provocateur ερχόταν με κόστος), ο οποίος υποστήριζε ότι η τέχνη εδραζόταν περισσότερο στα σπλάχνα και όχι στο μυαλό. Είχε γεννηθεί ως Fabian Avenarius Lloyd στη Λωζάννη της Ελβετίας, αλλά το 1912 άλλαξε το όνομα του για να τιμήσει την τότε αρραβωνιαστικιά του Reneé Bouchet που είχε μεγαλώσει στο μικρό χωρίο Cravans της Δυτικής Γαλλίας.


Ως παιδί, θαυμάζει τον Arthur Rimbaud και τον θείο του Oscar Wilde, σύζυγο της Constance Mary Lloyd, αδελφής του πατέρα του. Η συγγένειά του με τον εμπρηστικό Ιρλανδό συγγραφέα τον κάνει να πιστεύει πως είναι προορισμένος για μεγαλεία. Όταν το 1903, στα δεκαέξι του, αποβάλλεται για ανυπακοή από το στρατιωτικό οικοτροφείο όπου φοιτά, αρχίζει μια τυχοδιωκτική περιπλάνηση που τον οδηγεί στους κακόφημους δρόμους του Βερολίνου, τη Νέα Υόρκη και την Καλιφόρνια. Από εκεί, σαλπάρει για το Νότιο Ειρηνικό σ’ ένα ατμόπλοιο ως θερμαστής, για να εγκαταλείψει τη ζωή του ναύτη όταν τον πλοίο αγκυροβολεί στη Μελβούρνη.



Καταλήγει στο Παρίσι όπου το 1911 αρχίζει την καλλιτεχνική του πορεία εκδίδοντας το φιλολογικό περιοδικό “Maintenant!”, το οποίο και μοιράζει μόνος του επιδεικτικά στους δρόμους της πόλης μ’ ένα καρότσι. Στόχος του: να σκανδαλίσει την καλή κοινωνία της πόλης, αλλά και να εξοργίσει σύσσωμη την πρωτοπορία. Προκαλεί τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και τον μέγα Guillaume Apollinaire, όταν «θάβει» την αυτοπροσωπογραφία της Marie Laurencin, ερωμένης του ποιητή και κριτικού. Φήμες θέλουν την διαμάχη των δύο ανδρών να καταλήγει σε μονομαχία – αν συνέβη, πάντως, και οι δύο επέζησαν… Η ποίησή του είναι δυναμική, σκληρή, αναρχική…, κερδίζει μάλιστα ακόμα και το σεβασμό της αυτού εξοχότητος André Breton, ο οποίος αργότερα τον κατονομάζει ως πρόδρομο του ντανταϊσμού. Ο ίδιος βαπτίζει το ύφος του «Machinisme». Επιδίδεται σε φιλολογική προβοκάτσια, υπογράφοντας ποιήματα με το όνομα του Oscar Wilde, ισχυριζόμενος ότι ο θείος του είναι ακόμα ζωντανός και τον επισκέπτεται στο Παρίσι… Σκηνοθετεί θεάματα, εξτραβαγκάντζες με τον εαυτό του πρωταγωνιστή να τραγουδά, να επιδεικνύει τα τατουάζ του, να πυροβολεί στον αέρα, να εξυμνεί την ομοφυλοφιλία και τους κλέφτες έργων τέχνης, και να πυγμαχεί με τη σκιά του… Διαφημίζει, δε, τις παραστάσεις του με την υπόσχεση της αυτοκτονίας του, ενώ προσβάλλει το κοινό για την ευπιστία του… Το 1915 εκθέτει πίνακες ζωγραφικής στην Γκαλερί Bernheim Jeune με το ψευδώνυμο Èdouard Archinard.



Ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος τον βρίσκει στο φευγιό για να γλιτώσει τη στράτευση, σε αντίθεση με τους όμαιμούς του φουτουριστές που τρέχουν να πιάσουν τα όπλα. Στις Κανάριες Νήσους, προσπαθώντας να μαζέψει χρήματα για τη μετάβασή του στη Νέα Υόρκη, οργανώνει έναν αγώνα πυγμαχίας με τον πρώην παγκόσμιο πρωταθλητή βαρέων βαρών Jack Johnson. Ο αγώνας λαμβάνει χώρα στη Βαρκελώνη. Ενώ ο Cravan αυτοδιαφημίζεται ως ο «Πρωταθλητής της Ευρώπης», ο αντίπαλός του δεν γνωρίζει καν ποιος είναι. Τελικά, ο Αμερικανός πυγμάχος τον ρίχνει στο καναβάτσο στον έκτο γύρο. Αυτός έμελλε να είναι και ο μοναδικός επαγγελματικός αγώνας του Cravan.



Εν πλω, σ’ ένα ατμόπλοιο προς το Νέο Κόσμο συνταξιδεύει με τον Leon Trotsky. Τον γνωρίζει και τον συμπαθεί, δεν θέλει ωστόσο να διαλύσει όσα θεώρει αυταπάτες ενός γέρου επαναστάτη. Ο ίδιος, αν και φιλικά διακείμενος σε κάποιες αναρχικές και σοσιαλιστικές αρχές, λοιδορεί κάθε έννοια προόδου, δεν πιστεύει σε τίποτα…


Στη Νέα Υόρκη συγχρωτίζεται με τους Marcel Duchamp και Francis Piccabia, αν και ποτέ δεν εντάσσεται επισήμως στον κύκλο των ντανταϊστών. Ένα βράδυ, στα εγκαίνια έκθεσης της Ένωσης Ανεξαρτήτων Καλλιτεχνών στην Grand Central Gallery, οι δύο άνδρες προκαλούν τον Cravan να δώσει μια από τις γνωστές, αυτοσχέδιες, αντι-καλλιτεχνικές διαλέξεις του. Εκείνος ανταποκρίνεται, βρίζοντας άπαντες τους παρισταμένους και ανεμίζοντας το γυμνό φαλλό του εδώ κι εκεί, με το παραλήρημά του να καταλήγει στη σύλληψή του. Το ίδιο βράδυ, γνωρίζει την ποιήτρια Mina Loy και συνδέεται μαζί της.



Όμως νοιώθει ζωντανός μόνο όταν ταξιδεύει, ενώ φοβάται τη στράτευση αφού, εντωμεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εμπλακεί στον Ευρωπαϊκό πόλεμο απ’ τον οποίο θεωρούσε ότι είχε αποδράσει. Έτσι, το Σεπτέμβριο του ’17 αποχωρεί από την Νέα Υόρκη και, μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι ελλείψει κατάλληλων εγγράφων και αφού περιπλανήθηκε για λίγο στον Καναδά, καταλήγει στην Πόλη του Μεξικού το Δεκέμβρη. Τον Ιανουάριο του ’18 φτάνει και η Loy. Παντρεύονται αμέσως στο δημαρχείο με δυο τυχαίους περαστικούς για μάρτυρες.


Στην Πόλη του Μεξικού προσπαθεί να αφήσει τη παλιά ζωή πίσω του. Πιάνει δουλεία σε ένα γυμναστήριο πυγμαχίας και ζει φτωχικά με την Loy, αλλά αρρωσταίνει με δυσεντερία, πυρετό και στομαχικούς πόνους, ενώ παραληρεί˙ φοβάται ότι τον κυνηγά η μυστική αστυνομία των Ηνωμένων Πολιτειών ως λιποτάκτη… Η Loy τον περιθάλπει, αλλά είναι και η ίδια ήδη εγκυμονούσα. Αποφασίζουν να επιστρέψουν στην τυχοδιωκτική τους ζωή και να φύγουν γα το Μπουένος Άιρες. Προπορεύεται η Loy σ’ ένα νοσοκομειακό πλοίο λόγω εγκυμοσύνης. Ο ίδιος προσπαθεί να αποφύγει τον συνοριακό έλεγχο. Μεταβαίνει στη Salina Cruz, όπου αγοράζει ένα ξεχαρβαλωμένο ιστιοπλοϊκό με σκοπό να ταξιδέψει μόνος μέχρι την Χιλή για να συναντηθεί εκεί με την Loy. Σαλπάρει το Νοέμβρη του ’18… και κανείς δεν τον ξαναβλέπει πια…


Στις 5 Απριλίου του ’19, γεννιέται στο Λονδίνο η κόρη του Fabienne Cravan Lloyd…



Έκτοτε, πολλοί ισχυρίστηκαν ότι τον είδαν… Κάποιοι, δε, τον αναγνώρισαν μετά τον πόλεμο στο Παρίσι στο πρόσωπο ενός μυστηριώδους άνδρα ονόματι Fabian Hope, ο οποίος πουλούσε ανέκδοτα χειρόγραφα του Oscar Wilde. Η αλήθεια είναι ότι ένας σκηνοθετημένος πνιγμός θα ταίριαζε πολύ στην πληθωρική προσωπικότητα ενός τέτοιου φαρσέρ. Οι πιθανότητες όμως είναι ότι ο Arthur Cravan άφησε την τελευταία του πνοή στα σαγόνια κάποιου καρχαρία κάπου στον Κόλπο του Μεξικού… Για την υστεροφημία του, πάντως, φρόντισαν οι ντανταϊστές, οι οποίοι τον ανήγαγαν σε σύμβολο του κινήματός τους. Μέσω αυτών γαλουχήθηκε ο μύθος του και μέσω αυτών το όνομά του επιζεί έως σήμερα…, όχι όμως και το έργο του, το οποίο δεν διαβάζεται από σχεδόν κανέναν…


Ο Athrur Cravan δεν έχει πια σκιά με την οποία να παλέψει. Όμως το φαντασμά του πλανάται ακόμα και ρωτά: «Είχα δίκιο όταν διακήρυττα πως η ζωγραφική είναι σαν το περπάτημα, το τρέξιμο, το φαί, το πιοτό και το χέσιμο;». Κι ενώ πολλές γενιές καταστασιακών και fluxus καλλιτεχνών, performance artists κι επαναστατημένων αγριμιών θα τον καθησύχαζαν, εκείνος δεν παίρνει την οριστική απάντηση που περιμένει για ν’ αναπαυτεί… Και θα συνεχίσει να βολοδέρνει και να τυραννιέται μέχρι ο καθ’ ύλην αρμόδιος, ο δυτικός πολιτισμός να κατασταλάξει στον ορισμό των λέξεων που αναμασά… Αν τύχει να τον συναντήσετε, μην τον αντιμετωπίστε συγκαταβατικά με λόγια συμπάθειας…, το κάθαρμα αντέχει… Ι.Μ.

 
 
 

Comments


© Copyright
Subscribe

© 2020 Ioannis Mouhasiris

bottom of page