top of page
Search

Φθίνων Αριθμός • Ιωάννης Μουχασίρης


«Την τύχη σου τη φτιάχνεις μόνος σου! Ακόμα και λαχείο, για να σου κάτσει, θα πρέπει πρώτα να το ’χεις αγοράσει!» Ποιο να ’ταν άραγε το ερέθισμα, η ουρά ποιου ονείρου που τον είχε ξυπνήσει μ’ αυτά τα λόγια να ζουζουνίζουν στο νου, προτού καν ανοίξει τα μάτια στο παγερό, φθοριούχο φως που βδομάδες τώρα τον καλημέριζε και τα ρουθούνια στο κοκτέιλ αμμωνίας και χλωρίνης που πότιζε τα πάντα εκεί μέσα;

Ως μπόμπιρας, είχε ακούσει μυριάδες φορές τούτη τη συμβουλή απ’ τα χείλη του πατέρα του, ενώ ως ενήλικας είχε φροντίσει να την ακολουθεί κατά γράμμα. Έλα όμως που ’χε φτάσει η αποφράδα στιγμή που μονάχα ένα άγγιγμα απ’ το χρυσό ραβδάκι της θεάς Τύχης θα μπορούσε να σώσει το τομάρι του, έτσι όπως κειτόταν ανήμπορος σ’ ένα κρεβάτι, καλωδιωμένος σαν ποντικός εργαστηρίου. Όχι, όχι, είχε πολλά ψωμιά να φάει ακόμα, πολλά χιλιόμετρα να διανύσει στη ρόδα του. Ο Ριχάρδος ο Τρίτος… Έλειπε κι ο Ριχάρδος ο Τρίτος απ’ το παλμαρέ του! Και τι δεν θα ’δινε … το βασίλειο του ολάκερο για μια νέα καρδιά!

«Ξύπνησε τ’ αγόρι;» ακούστηκε η τσιριχτή φωνή της νοσοκόμας – έκανε και χιουμοράκι το παχύδερμο, η αγράμματη μπασκλασαρία που πέρα απ’ τον καζαμία και τ’ άπαντα του Κοσμοπόλιταν δεν θα ’χε διαβάσει τίποτα στην ζωή της…, άντε και τις οδηγίες χρήσεως καμιάς φριτέζας! «Πώς είν’ τα κέφια σήμερα;»

«Θεσπέσια!» φώναξε εκείνος με γρέζι στη φωνή κι όση σαρδόνια δύναμη κατάφερε ν’ αντλήσει απ’ τα ταλαιπωρημένα του πλεμόνια. «Όπως κάθε πρωί, άλλωστε, που τα ματάκια μου ανοίγουν για να γιομίσουν απ’ άκρη σ’ άκρη με τη θωριά μιας Αφροδίτης … της Αφροδίτης του Willendorf;»

«Κύριε Άρη, σταματήστε…» νιαούρισε η νοσοκόμα μέσα από χάχανα και ρουθουνίσματα «είμαι παντρεμένη γυναίκα! Αλλά δεν νομίζω να πειράξει τον αντρούλη μου αν λουφάρω λιγουλάκι μαζί σας… Δέκα η ώρα και μ’ έχουν ήδη ξεπατώσει!»

Η πρόσχαρη γυναίκα θρονιάστηκε… ή μάλλον, σφήνωσε στη καρέκλα απέναντί του κι έβγαλε από μια πλαστική σακούλα ένα περιοδικό γεμάτο φωτογραφίες και παχιά κίτρινα γράμματα στο εξώφυλλο. Άρχισε να το ξεφυλλίζει και ταυτόχρονα να σιγοτραγουδά κάποιο λαϊκό άσμα, κάτι σαχλαμάρες για παράνομα ραντεβού και φιλιά στα στήθος.

«Εδώ λέει πως θα συναντήσω ένα αμόρε απ’ το παρελθόν…» αναφώνησε μ’ ενθουσιασμό «είμαι ψαράκι, ξέρετε…»

«Ε, όχι κι απλά ψαράκι… Όρκα, θα έλεγα!»

Η καλοπροαίρετη νοσοκόμα όχι μόνο δεν προσβλήθηκε, αλλά αντιθέτως ξέσπασε σε κακαρίσματα, προσθέτοντας με νάζι: «Εγώ ξέρω πως έτσι τα λέτε αυτά, για καλαμπούρι…, στην πραγματικότητα μ’ αγαπάτε!».


Η αλήθεια είναι πως, μέσα στη συγκινητική της βλακεία, είχε και κάποιο δίκιο. Πάνω από ένα μήνα εκεί μέσα δίχως ούτε έναν επισκέπτη, η παχουλοδροσάτη νοσοκόμα είχε γίνει για κείνον η προσωποποίηση της Γυναίκας. Τι κι αν είχε φωνή στάλα διαπεραστική˙ είχε επιδερμίδα τρυφερού ροδάκινου και μπρίο πριμαντόνας! Τι κι αν νόμιζε πως ο Πιραντέλο ήταν ηλεκτρικό σκουπάκι… Από τις ψευτοκουλτουριάρες που κατέβαζουν τα πρόζακ σαν πασατέμπο…, χίλιες φορές καλύτερη! Όταν έσκυβε από πάνω του για να του δώσει νερό ή να σκουπίσει το μέτωπό του, εκείνος φανταζόταν ότι το κουμπί της άσπρης ποδιάς που μετά βίας συμμάζευε το τιτάνιο μπούστο της πεταγόταν, αφήνοντας τα μαστάρια της να ξεχυθούν στο πρόσωπό του σαν ζεστό μυρωδάτο ζυμάρι. Όταν, μάλιστα, τον έπλενε με το σφουγγάρι, το αίμα ανάμεσα στα πόδια του έβραζε σαν σχολιαρόπαιδου… ή έτσι, έστω, νόμιζε. Ίσως ένας πνιγμός μέσα στις δίπλες του κορμιού της να ’ταν ο καλύτερος θάνατος που θα μπορούσε να περιμένει… Ίσως το άσπρο εκείνο κήτος να ’ταν η Νέμεσή του, ο δικός του Μόμπι-Ντικ! «Ο Έιχαμπ…» σκέφτηκε «να ένας επικός χαρακτήρας που θα μου ταίριαζε γάντι… και δεν έχει ποτέ ανέβει το σανίδι!»

«Πάω στοίχημα πως είστε τοξότης, ταξιδιάρης κι ατακτούλης!» φώναξε σπιρτόζικα η νοσοκόμα. «Εδώ λέει πώς σήμερα θα ’ναι η τυχερή σας μέρα».

«Μόνος σου, την τύχη σου την φτιάχνεις μόνος σου…» μουρμούρισε εκείνος. Την ίδια ακριβώς απάντηση είχε δώσει σαράντα χρόνια πριν –τότε φωναχτά κι όλος περηφάνια– στον δημοσιογραφίσκο που είχε υπαινιχτικά μνημονεύσει το περιστατικό που τον είχε εκτοξεύσει στην κορυφή.


Πριν απ’ το εν λόγω συμβάν και μετά από αλλεπάλληλες ταπεινωτικές ακροάσεις, το μόνο που είχε να επιδείξει ήταν η συμμετοχή του, ως ένας εκ των πολλών Σαρκς, στις πρόβες της πρώτης Ελληνικής παραγωγής του West Side Story. Όμως, τρεις μικρές σταγόνες λάδι πάνω στο κάθισμα μίας καρέκλας (εκεί απ’ όπου σκαρφαλωμένος ο Μπερνάρντο –αρχηγός των Σαρκς– προκαλούσε τους Τζετς σε χορευτική αντιπαράθεση) ήταν αρκετές για να γυρίσει ο τροχός.

Όταν δύο μέρες πριν την πρεμιέρα ο πρωταγωνιστής έσκασε σαν καρπούζι στο παλκοσένικο σμπαραλιάζοντας το πόδι του, η παραγωγή ήρθε αντιμέτωπη με την ακύρωση της παράστασης. Τότε παρουσιάστηκε εκείνος να σώσει την παρτίδα, ισχυριζόμενος ότι είχε μελετήσει τη χορογραφία Μπερνάρντο, είχε δε αποστηθίσει μία προς μία τις ατάκες του. Και κάπως έτσι, ο «Αριστείδης Ασλάνογλου» της τελευταία σελίδας του προγράμματος έγινε εν μία νυκτί ο «Άρης Ασλάνης» της μαρκίζας.

Στην ίδια παράσταση, την Μαρία, αδερφή του Μπερνάρντο, ενσάρκωνε μια πενηντάρα ψευτοντίβα που έχωνε χρήματα για να το παίζει ακόμα μπεμπέκα, η οποία ωστόσο μετρούσε στο χώρο. Η αδελφική αγάπη μεταξύ τους μετουσιώθηκε σε σαρκική εκτός σκηνής, επειδή «την τύχη κανείς την φτιάχνει μόνος του»… Πλάι της, τα χρόνια που ακολούθησαν, ο Μπερνάρντο έγινε Όριν Μάνον, Τσανς Γουέιν, Στάνλεϊ Κοβάλσκι... Κι όταν η πενηντάρα έγινε εξηντάρα και δεν μπορούσε πια να κάνει την μπεμπέκα, έγινε Λούης για τα μάτια… για την τσέπη της μονάκριβης κόρης ενός φαρμακοβιομήχανου, μίας εκ των πολλών γόνων εύπορων οικογενειών που περνούσαν απ’ το κρεβάτι του στην προσπάθεια τους να κατευνάσουν τις μεγαλοαστικές τους ενοχές ανοίγοντας δοσοληψίες με το «πνεύμα». Στο γάμο τους, δε, παρευρέθη η κρεμ ντε λα κρεμ της Αθηναϊκής κοινωνίας.

Ως θιασάρχης, ο Άρης έγινε Μπόρις Αλεξέγιεβιτς Τριγκόριν και Θείος Βάνιας, Σάιλοκ, Μακβέθ και Κοριολάνος, Οιδίποδας και Προμηθέας Δεσμώτης. Αλλά πατέρας δεν έγινε… Κι επειδή στις επαύλεις της Εκάλης η παραγωγή απογόνων είναι σοβαρή υπόθεση, πήρε τελικά πόδι…, αφού όμως πρώτα είχε καταφέρει να εξαργυρώσει την έξοδό του μ’ έναν παχυλό τραπεζικό λογαριασμό.

Με τη χρηματοδότηση εξασφαλισμένη, ο Άρης έβαλε πλώρη για το magnum opus του, μια σειρά παραστάσεων βασισμένων στον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς. Αλλά, όπως το αριστούργημα του Τζόυς, που όλοι ξέρουν γι αυτό αλλά σχεδόν κανείς δεν το έχει διαβάσει, έτσι και το εγχείρημα του Άρη Ασλάνη, αν κι έγινε το σούσουρο της πόλης, ελάχιστα δελέασε το θεατρόφιλο κοινό. Οι λιγοστές γεμάτες καρέκλες της πρεμιέρας άδειασαν κι αυτές μέσα σε μία εβδομάδα, ενώ μέσα σε τρείς μήνες, αν και καλοπληρωτής, είχε εγκαταλειφθεί απ’ όλους τους συνεργάτες του, μόνος σ’ ένα βυθιζόμενο πλοίο˙ κανείς δεν ήθελε να δουλεύει για μια παράσταση νεκροταφείο. Ωστόσο, εκείνος συνέχισε, μόνος να παίζει, μόνος να χειροκροτεί, μόνος να φτιάχνει την τύχη του και μόνος να βυθίζεται στην αφάνεια χρόνο με το χρόνο. Για μια δεκαετία επέμεινε στην Οδύσσειά του, έρμος μέσα σ’ ένα έρμο θέατρο να μονολογεί, προτού πιάσει πάτο και προδοθεί απ’ την καρδιά του…


«Αλήθεια, πού έχετε παίξει;» διέκοψε η νοσοκόμα την αναπόλησή του. «Δεν σας έχω δει στην τηλεόραση».

«Στα Βάσανα της αρετής» απάντησε με το εκλεπτυσμένο δηλητήριό του.

«Α, κύριε Άρη, δεν το έχω δει… Του Φώσκολου είναι;»

Κάτι ανάμεσα σε βήχα και γέλιο, σαν ξεχαρβαλωμένη μίζα αυτοκινήτου, βγήκε απ’ το στόμα του. Εκείνη συνέχισε να σαλιώνει τα δάκτυλά της και να ξεφυλλίζει το περιοδικό σιγοτραγουδώντας το Ρούντολφ το ελαφάκι – πλησίαζαν και Χριστούγεννα.


Κι όμως, η αφέλεια ετούτου του πλάσματος ακτινοβολούσε αφοπλιστική, σχεδόν λυτρωτική. «Να ένα παιγνίδι της μοίρας» αναλογίστηκε «που θα μπορούσε να μου ’χε αλλάξει τη ζωή! Ίσως, αν την είχα γνωρίσει είκοσι χρόνια πριν, τώρα να ’χα δυο-τρία παχουλά κουτσούβελα και να ’βλεπα μαζί τους μπάλα στην τηλεόραση, ενώ εκείνη θα έπλαθε κουλουράκια στην κουζίνα… Κι αν η καρδιά μου ήταν γραφτό να τα φτύσει, τουλάχιστον δεν θα ’ταν από την αγωνία, αλλά από τ’ αμέτρητα σουτζουκάκια που θα ’χα χλαπακιάσει! Μα όχι… Τη μοίρα του καθένας την φτιάχνει ο ίδιος!»

Κι εκείνος είχε φτιάξει μια πλούσια μοίρα για τον εαυτό του. Τι κι αν είχε υπάρξει άνθρωπος μονόχνοτος˙ στο σανίδι είχε σταθεί τρυφερός κι ανήλεος, γενναιόδωρος και τσιγκούνης, άγγελος και χαμερπής ... κι όλα αυτά δεν ήταν ψέματα! Τι κι αν δεν είχε αγγίξει πολλούς στη ζωή του˙ είχε αγγίξει χιλιάδες απ’ τη σκηνή! Πού ’ταν όμως όλοι εκείνοι τούτη τη στιγμή; Τούτη τη στιγμή δεν είχε παρά μονάχα την Αφροδίτη του, την Βεατρίκη και Περσεφόνη του, την δική του Δεσποινίδα Τζούλια, την δική του Πόλυ Πήτσαμ... Έστω όμως, δεν θα την έλεγες και αμελητέα ποσότητα! Αν μπορούσε τουλάχιστον να κόψει τα δεσμά απ’ τα μηχανήματα που αγκομαχούσαν ολόγυρά του˙ θα σερνόταν έξω απ’ το κρεβάτι, θα μπουσουλούσε μέχρι τα πόδια της, θα σφήνωνε την μούρη του ανάμεσα στ’ αφράτα, πουδραρισμένα της μπούτια και, αφού θα διαπερνούσε το διχτυωτό καλσόν, θα χωνόταν όλος μέσα της… Κι εκεί, στη νοτερή θαλπωρή και στο σκοτάδι, θα νανουριζόταν απ’ το καρδιοχτύπι της κι αποκοιμισμένος θ’ ονειρευόταν τ’ άνοιγμα της αυλαίας σε μια γεμάτη πλατεία.


Ξαφνικά, ακούστηκε ένας γδούπος. Η πόρτα άνοιξε κι η νοσοκόμα πετάχτηκε απ’ την καρέκλα με χάρη μπαλαρίνας, κρύβοντας ταυτόχρονα το περιοδικό κάτω απ’ την μπλούζα της. Ήταν ο γιατρός που πλησίασε τον ασθενή.

«Κύριε Άρη,» είπε με θεϊκό στόμφο «σήμερα είναι η τυχερή σας μέρα˙ άτυχη βέβαια για το νεαρό θύμα τροχαίου που έφτασε στο νοσοκομείο κλινικά νεκρός, με την καρδιά ωστόσο ανέπαφη… Από αύριο αρχίζει η νέα σας ζωή!»


Ο Αριστείδης Ασλάνογλου μετεωρίστηκε για μια στιγμή. Σκέφτηκε ότι ίσως αυτή να ’ταν η κατάλληλη ώρα ν’ αφεθεί σε χέρια άλλα απ’ τα δικά του… Αλλά ο γέρικος λύκος δεν αλλάζει την κεφαλή του. Έτσι, ο Άρης Ασλάνης συνέχισε πιστός στο μονοπάτι που είχε χαραχθεί για κείνον, για να το κάνει επιτέλους –τώρα στο τελευταίο χειροκρότημα– δικό του˙ να κάνει επιτέλους τα λόγια του πατέρα του δικά του…

«Την τύχη σου την φτιάχνεις μόνος…» ψέλλισε. «Δώστε την καρδία αλλού, σε κάποιον άλλο φουκαρά. Ο δικός μου ο λαχνός κληρώθηκε εξήντα χρόνια πριν… με αύξοντα αριθμό το ‘ένα’».


Και ζήτησε απ’ τη νοσοκόμα ένα ποτήρι νερό…

54 views0 comments
© Copyright
bottom of page