top of page
Search

Όσα φέρνει η ώρα... • Ιωάννης Μουχασίρης



Θα ’μουν δε θα ’μουν τεσσάρων, όταν μια μέρα με το πρώτο φως είδα ένα μπουκάλι να θαλασσοδέρνεται στον κόλπο της Ελιάς, μπροστά απ’ το σπίτι. Δίχως δεύτερη σκέψη, βούτηξα στ’ άγρια κύματα για να το σώσω – δυο-τρία μποφόρια, δηλαδή... άντε τέσσερα, αλλά τότε για μένα αυτά ισοδυναμούσαν με φουρτούνα. Σκούρο πράσινο ήταν, χωρίς ετικέτα και μέσα φαινόταν ένα μασούρι από χαρτί. Προσπάθησα με τη μία να τραβήξω το φελλό… μα τίποτα. Έκατσα, λοιπόν, στην ακροθαλασσιά κι οκλαδόν άρχισα να παλεύω. Κόντευε λιόγερμα όταν πια κατάφερα να τ’ ανοίξω – η μάνα μου είχε ξελαρυγγιαστεί. Στη μια μεριά, το χαρτί είχε μια ζωγραφιά, ένα κοριτσάκι με κοτσιδάκια, και στην άλλη ήταν γεμάτο γράμματα… μ’ ακόμα δεν ήξερα να ξεχώριζω το άλφα απ’ το βήτα... Είχα μελανιάσει όλη τη μέρα στο γιαλό κι έτσι όπως τουρτούριζα, το χαρτί μου ’φυγε απ’ τα χέρια κι έπεσε ανάμεσα στα πόδια μου στο νερό… Μούλιασε κι εξαφανίστηκαν και γράμματα και κοριτσάκι. Θα ’ταν σίγουρα κάποιο τάμα που θα ’χε ταξιδέψει απ’ τη μονή του Πανορμίτη – ένας θεός ξέρει για πόσο. Τότε, βέβαια, δεν το ’ξερα κι είχα πιστέψει ότι εγώ ήμουν ο αρχικός παραλήπτης του μηνύματος κι ότι όφειλα ν’ απαντήσω.


Βοήθεια απ’ τους γέρους μου δεν μπορούσα να περιμένω˙ ήταν κι οι δυο αγράμματοι. Έτσι, σχεδίασα σ’ ένα χαρτί ένα αγοράκι μόνο, με κοντά παντελονάκια κι ένα σπαθί στο χέρι. Το έχωσα στο μπουκάλι, σφάλισα το μπουκάλι με το φελλό και την επομένη, στάθηκα στα ρηχά και το πέταξα. Έλα όμως που ’χε νοτιά κι η θάλασσα μου το ’στελνε πίσω… ξανά και ξανά… και ξανά! Το παιδικό μου μυαλό έκανε τους υπολογισμούς κι εντόπισε το φταίξιμο πέραν της οποιασδήποτε αμφιβολίας: δεν είχα βάλει γράμματα… κι είχα χρησιμοποιήσει και το ίδιο μπουκάλι – μεγάλο σφάλμα! Και καλά, μπουκάλι άλλο θα ’βρισκα, μα για την αλφαβήτα θα ’πρεπε να περιμένω! Όσο περίμενα λοιπόν, συλλογιζόμουν το κοριτσάκι και μου τριβέλιζαν το νου όλα εκείνα που θα ’θελα να πω, κι ήτανε τόσα που ένα μπουκάλι μοναχά δε θα ’φτανε…


Η Ελιά ήταν απομονωμένη˙ σπάνια βλέπαμε κόσμο. Με το που πάτησα τα πέντε κι ένοιωσα αντράκι, κίνησα για το χωριό, απ’ τα κατσάβραχα – τότε δεν είχε ούτε καν μονοπάτι! Μου ’χε φανεί ταξίδι στην άλλη άκρη του κόσμου! Στο χωριό, άρχισα να χτυπώ μία-μία τις πόρτες και να ζητώ μπουκάλια. Όλοι γελούσαν, μου τσιμπούσαν τα μάγουλα, μου ’λεγαν πόσο χαριτωμένος ήμουν και με φίλευαν. Γύρισα στο σπίτι το σούρουπο με μια σακούλα που κουδούνιζε, γεμάτο στομάχι και πληγές στα πόδια˙ η μάνα μου με περίμενε με γαλλικά και τον κόπανο στο χέρι… Από κείνη τη στιγμή, με την πρώτη ευκαιρία το έσκαγα και… βουρ για το χωριό! Κι επέστρεφα μ’ όλο και περισσότερα μπουκάλια που στοίβαζα στον κήπο. Με τα πολλά, η μακαρίτισσα το πήρε απόφαση: τζάμπα πήγαιναν οι φωνές και το μπερντάκι. Θα μπορούσα να ’χα βάλει κάποιον απ’ το χωρίο να μου γράψει κάνα σημείωμα, αλλά δεν ήθελα κανείς να ξέρει όλα όσα είχα μες στο νου… και είχαν μαζευτεί τόσα πολλά! Έτσι, ανυπομονούσα για το σχολειό…


Με τα πρώτα γράμματα, έπιασα το χαρτί και το μολύβι… και το χέρι πήγαινε φωτιά! Όμως ακόμα δεν ήξερα αρκετά και τα λόγια έβγαιναν κουτσά-στραβά! Έγραφα κι έγραφα κι όλο απογοητευόμουν. Κι όσο ξεκλείδωνα τις λέξεις, τόσο περισσότερο έμπλεκαν οι σκέψεις κι η απόσταση μεταξύ τους μεγάλωνε. Κάποια στιγμή είπα: αν όχι τώρα, ποτέ! Έσκισα τις σελίδες από καμιά δεκαριά τετραδιάκια και μια-μια τις έκανα μασούρια. Τα έβαλα σε μια σακούλα, βγήκα στον κήπο και… τι λες να έγινε τότε; Τόσον καιρό, ο μπουμπούνας, δε μάζευα φελλούς! Ίσως βαθιά μέσα μου να ’ξερα ότι δε θα μπορούσα να τα αποχωριστώ… Λαμπύριζαν τόσο όμορφα εκεί στον κήπο σαν τα χτυπούσε ο ήλιος, κι ακόμα πιο μαγευτικά κάτω από το φεγγάρι.


Κι έτσι, απλά επειδή είχε πια γενεί αυτό που έκαμα, συνέχισα να γράφω σε τετραδιάκια και να μαζεύω μπουκάλια, και από τότε δεν έχω σταματήσει… αν κι έχουν κόψει τα γλυκά τα λόγια, τα τσιμπήματα και τα πολλά φιλέματα. Το αγαπημένο μου, το πιο πολύτιμο, μου το ’χε δώσει η Νεκταρία όταν στο πανωχείλι μου είχε φυτρώσει το πρώτο χνούδι άξιο μόστρας: μια κόκκινη παριζιάνικη κολόνια με καμπύλες σαν κορμιού που της είχε φέρει ο καπετάν Γιώργης απ’ τα ταξίδια του. Έχω όλες τις κολόνιες της στη σειρά, σ’ ένα εικονοστάσι μες στο σπίτι. Αν πας πολύ κοντά, ακόμα μοσχομυρίζουν…



Απόσπασμα από το θεατρικό "Το Σαγόνι των Αψβούργων".


38 views0 comments
© Copyright
bottom of page